Οικισμοί στον μυχό του θερμαϊκού κόλπου

Η απόφαση του στρατηγού και μετέπειτα βασιλιά της Μακεδονίας Κασσάνδρου να ιδρύσει το 316/315 π.Χ. μια νέα πόλη στον μυχό του Θερμαϊκού κόλπου, τη Θεσσαλονίκη, συνενώνοντας 26 γειτονικές κωμοπόλεις, άνοιξε μια νέα σελίδα στην ιστορία της περιοχής. Δημιουργήθηκε, έτσι, για πρώτη φορά ένα μεγάλο αστικό κέντρο με καίρια γεωγραφική θέση και πολλές δυνατότητες πολεοδομικής και οικονομικής ανάπτυξης. Ιδιαίτερη σημασία είχε η ίδρυση της πόλης σε ένα προστατευμένο και κομβικό σημείο για τη χερσαία επικοινωνία μεταξύ Ανατολής και Δύσης, κοντά στο ρου των πλωτών ποταμών που κατέβαιναν από το Βορρά αλλά και με ασφαλή πρόσβαση από τη θάλασσα στα νότια.

Ο γεωγράφος Στράβων από την Αμάσεια του Πόντου (έζησε στα τέλη του 1ου αι. π.Χ. με αρχές του 1ου αι. μ.Χ., το έργο του Γεωγραφικά δυστυχώς δεν σώθηκε αυτούσιο, αλλά είναι γνωστό από δύο «επιτομές», δηλαδή περιλήψεις, 21Ε και 24Ε) μνημονεύει το γεγονός της ίδρυσης της νέας πόλης ως εξής: «Μετά δέ Ἀξιόν Ἐχέδωρος ἐν σταδίοις εἴκοσιν, είτα Θεσσαλονίκεια Κασάνδρου κτίσμα ἐν ἄλλοις τετταράκοντα καί ἡ Ἐγνατία ὁδός. Ἐπωνόμασε δέ την πόλιν από της εαυτού γυναικός Θεσσαλονίκης, Φιλίππου δε του Αμύντου θυγατρός, καθελών τα ἐν τη Κρουσίδι πολίσματα καί τα ἐν τω Θερμαίω κόλπω περί έξ καί εἴκοσι καί συνοικίσας εἰς εν. Η δε μητρόπολις της νυν Μακεδονίας ἐστί». Από το παραπάνω απόσπασμα αντλούμε τις εξής βασικές πληροφορίες: α) ότι η πόλη βρίσκεται δυτικά των ποταμών Αξιού και Εχέδωρου (δηλαδή του σημερινού Γαλλικού) και κοντά στη ρωμαϊκή Εγνατία Οδό (που υπήρχε στην εποχή του), β) ότι το όνομά της οφείλεται στη σύζυγο του Κασσάνδρου, Θεσσαλονίκη, που γνωρίζουμε ότι ήταν κόρη του Φιλίππου Β΄ από τη θεσσαλή παλλακίδα του Νικησίπολη και έτσι ετεροθαλής αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου Γ΄, γ) ότι μεταφέρθηκε πληθυσμός από 26 μικρούς οικισμούς («πολίσματα») που προϋπήρχαν στην περιοχή της Κρουσίδας και του Θερμαϊκού και εγκαταστάθηκε στη μεγαλύτερη νέα πόλη. Κρουσίς ονομαζόταν στην αρχαιότητα η επικράτεια που εκτεινόταν κατά μήκος των νοτιοανατολικών ακτών του Θερμαϊκού, από το Μεγάλο Έμβολο στην περιοχή της σημερινής Νέας Μηχανιώνας μέχρι την Κασσάνδρα και στα ανατολικά μέχρι τα Βασιλικά στην κοιλάδα του ποταμού Ανθεμούντα. Σχετικά με τους διάφορους οικισμούς που βρίσκονταν κατά μήκος των ακτών του Θερμαϊκού, χρειάζεται να έχουμε υπόψη μας ότι η ακτογραμμή έχει αλλάξει αρκετά μέχρι τις μέρες μας, κυρίως λόγω των έντονων προσχώσεων των ποταμών που εκβάλλουν δυτικά της Θεσσαλονίκης και της ανόδου της στάθμης της θάλασσας (αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι τον 5ο αι. π.Χ. η μετέπειτα πρωτεύουσα του μακεδονικού βασιλείου, η Πέλλα, ήταν παραθαλάσσια), επομένως το ίδιο θα ίσχυε και για άλλες θέσεις που σήμερα απέχουν αρκετά από την ακτή.

Ορισμένα από τα πολίσματα που συνενώθηκαν αναφέρονται ονομαστικά στην ίδια «επιτομή» από το έργο του Στράβωνα: «Τῶν δὲ συνοικισθεισῶν ην Ἀπολλωνία καί Χαλάστρα καί Θέρμα καί Γαρησκός καί Αἴνεια καί Κισσός». Στην άλλη «επιτομή» αναφέρονται τα εξής: «… Θεσσαλονίκη ἐστί πόλις, ἣ πρότερον Θέρμη ἐκαλεῖτο. Κτίσμα δ’ ἐστί Κασσάνδρου…. Μετώκισε δὲ τὰ πέριξ πολίχνια εἰς αὐτή, οἷον Χαλάστραν, Αἴνειαν, Κισσόν καί τινα καί ἄλλα». Καμία από τις σωζόμενες αρχαίες πηγές δεν μας παραδίδει και τα 26 ονόματα των πολισμάτων. Ούτε αναφέρεται αν και ποια από αυτά καταργήθηκαν ή ποια συνέχισαν να υπάρχουν και μετά την ίδρυση της νέας πόλης.

Γνωρίζουμε, ωστόσο, και αρκετές άλλες πόλεις στην περιοχή του Θερμαϊκού με το αρχαίο όνομά τους, χάρη σε διάφορες αρχαίες επιγραφικές, νομισματικές και ιστορικές μαρτυρίες. Ορισμένες από αυτές ταυτίστηκαν με συγκεκριμένους οικισμούς που ερευνήθηκαν αρχαιολογικά, λιγότερο ή περισσότερο μέχρι τις μέρες μας, άλλες δεν έχουν ταυτιστεί ακόμη με βεβαιότητα, ενώ υπάρχουν και αρκετοί οικισμοί που έχουν εντοπιστεί και εν μέρει ανασκαφεί αλλά δεν μπορεί να τους αποδοθεί κάποιο από τα γνωστά αρχαία ονόματα. Αυτοί οι επώνυμοι αλλά και οι ανώνυμοι οικισμοί, τα «πολίσματα» ή «πολίχνια» του Στράβωνα, που υπήρχαν πριν από την ίδρυση της Θεσσαλονίκης, θα μας απασχολήσουν σήμερα. Η παρουσίασή μας θα περιοριστεί στους ιστορικούς χρόνους, ξεκινώντας δηλαδή από τη λεγόμενη Εποχή του Σιδήρου, από τον 11ο αιώνα (που διαδέχεται την Εποχή του Χαλκού) και φτάνοντας μέχρι τα κλασικά χρόνια στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ., κάνοντας μια διαδρομή επτά και πλέον αιώνων.

Οι οικισμοί των προϊστορικών χρόνων στη Μακεδονία εμφανίζουν συνήθως τη μορφή τεχνητών λοφίσκων, που ονομάζονται «τούμπες». Αυτοί οι λόφοι έχουν δημιουργηθεί από τη σταδιακή συσσώρευση των αλλεπάλληλων στρωμάτων κατοίκησης και των υλικών καταλοίπων στον ίδιο χώρο. Σε ορισμένες τούμπες η ζωή των οικισμών συνεχίστηκε και στα ιστορικά χρόνια. Επιπλέον, υπάρχει και ένα άλλο είδος τεχνητών λοφίσκων με επίπεδη κορυφή που ονομάζονται «τράπεζες» λόγω της τραπεζιόσχημης διαμόρφωσης που παρουσιάζουν. Εκεί εντοπίζονται, επίσης, τα λείψανα από οικισμούς των ιστορικών χρόνων. Τέτοιες «τούμπες» και «τράπεζες» υπάρχουν αρκετές σε διάφορα δημοτικά διαμερίσματα και στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης. Η πλέον γνωστή είναι η περίπτωση της Άνω Τούμπας, όπου υπάρχει σημαντικός προϊστορικός οικισμός τον οποίο ανασκάπτει συστηματικά εδώ και πολλά χρόνια το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Άλλες τούμπες και τράπεζες στα ανατολικά βρίσκονται στην Καλαμαριά (Καραμπουρνάκι), στην Πυλαία, στο Πανόραμα, στη σημερινή Θέρμη/Σέδες, στην Καρδία, στο Νέο Ρύσιο, στα Βασιλικά, στην περιοχή του αεροδρομίου (Γκόνα), στον Τρίλοφο, στο Πλαγιάρι, στη Νέα Μηχανιώνα και ακόμη μακρύτερα στην Επανωμή, το Μεσημέρι και τη Νέα Καλλικράτεια, ενώ στα δυτικά στην Πολίχνη (Λεμπέτ), τη Σταυρούπολη, το Ρετζίκι, το Ωραιόκαστρο, τα Διαβατά, τη Σίνδο/Αγχίαλο.

Ασφαλώς το σημαντικότερο από τα πολίσματα της περιοχής πρέπει να ήταν η Θέρμη, η οποία έδωσε το όνομά της στον Θερμαϊκό (Θερμαίον) κόλπο και θα βρισκόταν κατ’ αναλογία πολύ κοντά στη θάλασσα. Θα ξεκινήσω από τις λιγοστές ιστορικές πληροφορίες που έχουμε γι’ αυτή. Την αναφέρει ήδη ο Μιλήσιος ιστορικός Εκαταίος, γύρω στο 500 π.Χ., ως «πόλιν Θρηίκων Ελλήνων» (με μεικτό δηλαδή πληθυσμό από Θράκες και Έλληνες). Επίσης, τη μνημονεύει ο ιστορικός Ηρόδοτος όταν εξιστορεί την εκστρατεία του Ξέρξη το 490 π.Χ. προς τη νότια Ελλάδα και την παραμονή του στρατού και του στόλου του για μικρό διάστημα στη Θέρμη (επομένως πρέπει να διέθετε φυσικό λιμάνι, όπου ναυλόχησε ο πολυάριθμος περσικός στόλος, 7ο βιβλίο 121, 123, 179). Τον 5ο αιώνα, ο ιστορικός Θουκυδίδης (I 61, II 29) γράφει ότι η Θέρμη, που ανήκε πλέον στο μακεδονικό βασίλειο, καταλήφθηκε για δύο χρόνια από τους Αθηναίους (στρατηγός Καλλίας) στη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου (ανάμεσα στα έτη 431-429 π.Χ.). Στη ρωμαϊκή εποχή, ο Πλίνιος ο πρεσβύτερος (ΝΗ 4.10) αναφέρει ότι στις μέρες του υπήρχε τόσο η παλιότερη Θέρμη όσο και η νεότερη Θεσσαλονίκη, επομένως πιθανότατα η θέση των δύο αυτών πόλεων δεν επικαλυπτόταν και επιπλέον η Θέρμη εξακολουθούσε να υπάρχει και μετά την ίδρυση της Θεσσαλονίκης, μετά δηλαδή τον συνοικισμό του Κασσάνδρου. Έτσι, η Θέρμη δεν πρέπει να βρισκόταν στην ίδια ακριβώς θέση με την ελληνιστική Θεσσαλονίκη, που εντοπίζεται στο σημερινό ιστορικό κέντρο της πόλης μας, και θα ήταν κάπου αλλού στη γύρω περιοχή (μάλιστα η νέα πόλη δεν διέθετε από την αρχή λιμάνι, το οποίο δημιουργήθηκε μόλις στα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου εκεί που είναι σήμερα η Πλατεία Ελευθερίας, επομένως και το λιμάνι της Θέρμης θα πρέπει να αναζητηθεί κάπου αλλού). Σχετικά με την προέλευση του ονόματος Θέρμη, ο Γεώργιος Μπακαλάκης είχε υποστηρίξει ότι σχετίζεται με κάποια «θερμή», δηλαδή οργιαστική, λατρεία του Διονύσου που τελούνταν στην περιοχή. Κατ’ άλλους μελετητές, όμως, ίσως οφείλεται στην παρουσία θερμών πηγών, που υπάρχουν και σήμερα στα Λουτρά του Σέδες. Εξάλλου, το θρακικό όνομα της πόλης ήταν Τίνδη, που μάλλον βγαίνει από το επίθετο τινθός που σημαίνει θερμός (και ζεστός ατμός), εξ ου και Θέρμη.

Πού όμως «έκειτο η αρχαία Θέρμη»;;

Το ερώτημα αυτό, ακριβώς έτσι διατυπωμένο, το έθεσε πριν από 70 περίπου χρόνια ο Κωνσταντίνος Ρωμαίος, ο πρώτος καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Ο ίδιος έκανε και την πρώτη ανασκαφική έρευνα, το καλοκαίρι του 1930, στον αρχαίο οικισμό που υπάρχει στο πρώην στρατοπέδο Κόδρα, στην Καλαμαριά. Συγκεκριμένα, αυτός βρίσκεται πάνω σ’ ένα χαμηλό τεχνητό λόφο, που εκτείνεται στη μικρή χερσόνησο με απόληξη στο ακρωτήριο Καραμπουρνάκι (ή Μικρό Έμβολο). Μια μικρή ρεματιά χωρίζει τον λόφο αυτόν από μια επιμήκη «τράπεζα». Ο οικισμός ήταν δίπλα στη θάλασσα, αλλά σήμερα είναι αποκομμένος από το φυσικό του λιμάνι, γιατί ο σύγχρονος δρόμος ταχείας κυκλοφορίας (η οδός Πλαστήρα), που συνδέει τη Θεσσαλονίκη με τη Νέα Κρήνη, έχει κόψει την τούμπα σε δύο μέρη. Λείψανα λιμενικών εγκαταστάσεων διακρίνονται μέσα στο νερό τόσο στη γειτονική μαρίνα όσο και κάτω από το Κυβερνείο ή Παλατάκι. Ο μώλος αυτός, σε απόσταση περίπου 100 μ. από την ακτή, συνεχίζεται μέχρι τους μύλους Αλλατίνι.

Ιδιαίτερα η αρχαϊκή περίοδος φαίνεται ότι υπήρξε, σύμφωνα και με τα ως τώρα ανασκαφικά στοιχεία, εποχή μεγάλης ακμής για τον αρχαίο οικισμό, με έντονη παρουσία των Ελλήνων της Ανατολικής Ελλάδας, κυρίως Ιώνων, αλλά και εμπόρων από διάφορες περιοχές, ακόμη και από την Καρία και τη Φοινίκη, όπως μαρτυρούν τα σχετικά ευρήματα. Πρόκειται, επομένως, για έναν παραθαλάσσιο οικισμό με κοσμοπολίτικο χαρακτήρα. Εδώ ήρθαν στο φως οικιστικά συγκροτήματα με αποθηκευτικούς χώρους (πιθεώνες) καθώς και εργαστήρια κατεργασίας μετάλλων και εργαστήρια κεραμικής. Οι μεγάλες ποσότητες ντόπιων και εισηγμένων αγγείων μαζί με διάφορα άλλα αντικείμενα φανερώνουν την άνθιση της τοπικής παραγωγής καθώς και τις εμπορικές σχέσεις του οικισμού με τις περισσότερες περιοχές του αρχαίου ελληνικού κόσμου.

Όπως πιστεύουμε, με βάση τις γραπτές μαρτυρίες και τα δεδομένα των μέχρι σήμερα ανασκαφικών ερευνών μας, το αρχαίο πόλισμα στο Καραμπουρνάκι πρέπει να αποτελούσε τμήμα, ίσως το ζωτικότερο, της αρχαίας Θέρμης. Στην ουσία, η Θέρμη ήταν μια πόλη χτισμένη κωμηδόν (κατά κώμας), απαρτιζόταν δηλαδή από μικρούς ατείχιστους οικισμούς που υπήρχαν σκορπισμένοι σε διάφορα σημεία της περιοχής. Για τα αρχαϊκά και τα κλασικά χρόνια μάλιστα, είναι πολύ πιθανόν ο αρχαίος οικισμός στο Καραμπουρνάκι να ήταν ο πυρήνας της Θέρμης, καθώς διέθετε και το μοναδικό λιμάνι της περιοχής, και μάλιστα διπλό, που προστάτευε τα πλοία στη μια πλευρά του από τους ισχυρούς βοριάδες και στην άλλη από τους νοτιάδες του Θερμαϊκού. Ακόμη, με βάση τα ως σήμερα δεδομένα, φαίνεται να ιδρύθηκε στα τέλη της Ύστερης Εποχής του Χαλκού με αρχές της Εποχής του Σιδήρου. Την ίδια εποχή χρονολογείται, μάλλον, και η εγκατάσταση στην τράπεζα της Άνω Τούμπας. Δεν αποκλείεται, λοιπόν, να έχουμε εκείνα τα χρόνια την πρώτη μόνιμη παρουσία Ελλήνων στην περιοχή, οι οποίοι πρέπει να συνυπήρξαν με τους ντόπιους. Οι Έλληνες έδωσαν ασφαλώς και το όνομα Θέρμη στο κωμηδόν πόλισμα που άρχισε να αναπτύσσεται από τότε στο μυχό του Θερμαϊκού κόλπου (όπως είπα προηγουμένως, το θρακικό της όνομα ήταν Τίνδη, ενώ τη συνύπαρξη Ελλήνων και Θρακών κατοίκων αναφέρει ήδη ο Εκαταίος). Άλλοι ερευνητές πιστεύουν ότι στο Καραμπουρνάκι έχουμε το επίνειο της αρχαίας Θέρμης, που ίσως ονομαζόταν Αλία Θέρμη ή απλώς Αλία (αυτή η ονομασία παραδίδεται από τον Στέφανο τον Βυζάντιο).

Μπορούμε να περάσουμε τώρα σε ορισμένες άλλες θέσεις αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, που έχουν εντοπιστεί στις «τούμπες» και τις «τράπεζες» του πολεοδομικού συγκροτήματος και των όμορων δήμων της Θεσσαλονίκης, και είναι σύγχρονες με τον αρχαίο οικισμό στο Καραμπουρνάκι.

Έγινε ήδη λόγος για τον προϊστορικό οικισμό στην περιοχή της Άνω Τούμπας. Στην «τράπεζα» που πλαισιώνει την «τούμπα», έχουν αποκαλυθφεί οικιστικά λείψανα που ανάγονται ήδη στην Εποχή του Χαλκού, οι κυριότερες όμως φάσεις χρονολογούνται από την Πρώιμη Εποχή Σιδήρου, δηλαδή από τον 11ο αι., μέχρι και τα τέλη του 4ου με αρχές του 3ου αι. π.Χ. (αντίστοιχα, λείψανα των ιστορικών χρόνων έχουν βρεθεί και πάνω στην «τούμπα», που έχει ύψος 73 μ., ενώ η «τράπεζα» έχει 50 μ.). Τη φυσική προστασία του οικισμού ενισχύει η παρουσία μιας ρεματιάς και ενός χειμάρρου στα βορειοδυτικά του. Η ύπαρξη μεγάλων αναλημματικών τοίχων και η πυκνή διάταξη των ανεσκαμμένων οικιών, με χωματόδρομους ανάμεσά τους, πηγάδια και υδραγωγούς/ αγωγούς απορροής υδάτων δίνουν την εικόνα ενός σχεδιασμένου πολεοδομικού ιστού. Τα σπίτια παρουσιάζουν συνήθως ορθογώνια κάτοψη και χωρίζονται σε τετράγωνους χώρους (δωμάτια). Οι θεμελιώσεις τους είναι λίθινες και από ένα ύψος και πάνω οι τοίχοι τους ήταν φτιαγμένοι με ωμά πλιθιά. Είχαν δάπεδα λιθόστρωτα ή από πατημένο πηλό και λίθινα κατώφλια. Η ανεύρεση σκαλοπατιών στο εσωτερικό τους, υποδηλώνει σε μερικές περιπτώσεις την ύπαρξη άνω ορόφου. Σε ορισμένα κτήρια υπάρχουν ιδιαίτεροι αποθηκευτικοί χώροι με μεγάλα πιθάρια διαφόρων σχημάτων και εμπορικούς αμφορείς. Επίσης, διαπιστώθηκαν μαγειρεία, εστίες/εσχάρες, λουτήρες, εσωτερικοί και υπαίθριοι χώροι εργασίας, καθώς και αυλές. Στα δωμάτια των οικημάτων (που αποκαλύφθηκαν στις οδούς με τα εύηχα ονόματα Ελαίας 2004, Λωτού, Ορτανσίας, Ιβύσκου, Χρυσανθέμων, Δρυός και άλλες) βρέθηκαν πολλά κινητά ευρήματα, όπως μεγάλες ποσότητες κεραμικής, πήλινα ειδώλια, μυλόπετρες, τριπτήρες και υφαντικά βάρη που χρονολογούνται από τον 6ο μέχρι και τον 4ο αι. π.Χ. Σε ένα οικόπεδο (στην οδό Εμπεδοκλέους, 2004) ανασκάφηκε μεγάλο κτήριο με δύο χώρους διαφορετικών διαστάσεων. Στο μεγαλύτερο δωμάτιο εντοπίστηκαν τρεις πλακόστρωτες κατασκευές με έντονα ίχνη καύσης, όπου βρέθηκαν σπασμένα αγγεία, πολλά οστά μεγάλων ζώων (όπως βοοειδών και ελαφιού) και ένα μεγάλο εγχειρίδιο. Τα παραπάνω ερμηνεύθηκαν από τους ανασκαφείς ως ενδείξεις για τη λειτουργία εκεί ενός δημόσιου λατρευτικού χώρου, όπου τελούνταν θυσίες και ομαδικά γεύματα. Ως χώρος οικιακού ιερού ερμηνεύθηκε, επίσης, ένα δωμάτιο με λουτήρα σε ένα κτήριο που ανασκάφηκε στην οδό Ορτανσίας. Εκεί, μαζί με άλλα σκεύη (ληκύθιο, σκυφίδια, μαχαίρι, λυχνάρι) βρέθηκε και ένας μελαμβαφής κάνθαρος του δεύτερου μισού του 4ου αιώνα π.Χ. με την εγχάρακτη επιγραφή «Αδίστα Κύρβασι», δηλαδή η Ηδίστη τον αφιέρωσε στους Κύρβαντες ( ή Κορύβαντες, αυτοί ήταν ακόλουθοι της φρυγικής θεάς Κυβέλης, τοπικές θεότητες που ίσως αποτελούν μια παραλλαγή των Καβείρων, που λατρεύονταν στη Θεσσαλονίκη)

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν, επίσης, οι υπόσκαφοι ημι-υπόγειοι κυψελόμορφοι χώροι, παρόμοιοι με εκείνους που βρέθηκαν στο Καραμπουρνάκι και σε άλλα σημεία του Θερμαϊκού (όπως στη Νέα Καλλικράτεια). Πρέπει να χρησίμευαν ως χώροι διαβίωσης, εργασίας και αποθήκευσης. Ακόμη, αποκαλύφθηκαν διάφοροι εργαστηριακοί χώροι για την κατεργασία μετάλλων και την παραγωγή αγγείων. Ένα άλλο σημαντικό εύρημα είναι ο ισχυρός αναλημματικός τοίχος που περιέβαλλε την τράπεζα, προστατεύοντας τα κτίσματα του οικισμού από τις κατολισθήσεις και τα νερά που κατέβαιναν από την υπερκείμενη τούμπα. Ορισμένοι μελετητές ταυτίζουν τον οικισμό της Άνω Τούμπας με την αρχαία Θέρμη, καθώς αποτελεί τον μεγαλύτερο σε έκταση σε όλη την περιοχή του πολεοδομικού συγκροτήματος. Εποχή ακμής του φαίνεται ότι ήταν κυρίως τα αρχαϊκά χρόνια, αλλά η ανάπτυξή του συνεχίστηκε και στην κλασική εποχή.

Το νεκροταφείο του πολίσματος, γνωστό ήδη από το 1920, εκτείνεται κυρίως δυτικά και νότια του οικισμού (περιοχές Τριανδρίας και Κάτω Τούμπας). Οι ανασκαφές έφεραν στο φως πολλές ταφές από το 10ο ως και τον 3ο αι. π.Χ. Ο συνήθης τύπος τάφου είναι ο ορθογώνιος λακκοειδής, σκαμμένος στο φυσικό έδαφος, με πλάκες για επικάλυψη. Λίγοι ήταν οι κιβωτιόσχημοι τάφοι και οι λίθινες σαρκοφάγοι, ενώ εντοπίστηκε και περιορισμένος αριθμός καύσεων. Τα πιο κοινά κτερίσματα ήταν πήλινα και γυάλινα αγγεία (από ένα έως τρία), σιδερένια ή χάλκινα εγχειρίδια και μαχαίρια και σε μερικές περιπτώσεις βρέθηκαν χρυσά κοσμήματα, ελάσματα (επιστόμια) και νομίσματα. Τους ίδιους τύπους τάφων και παρόμοια κτερίσματα θα συναντήσουμε σε όλα τα ανεσκαμμένα νεκροταφεία των οικισμών του Θερμαϊκού, όπως θα δούμε στη συνέχεια.

Παραμένοντας στα ανατολικά και θα σας παρουσιάσω ορισμένους από τους εντοπισμένους οικισμούς που έχουν ερευνηθεί και ανασκαφεί σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό. Η λεγόμενη τούμπα Γκόνα βρίσκεται στην περιοχή της Γεωργικής Σχολής, μέσα στο αγρόκτημα του πανεπιστημίου και είναι ορατή από τον δρόμο που οδηγεί προς το αεροδρόμιο «Μακεδονία». Σήμερα απέχει περίπου 1,5 χιλιόμετρο από την ακτή, αλλά στην αρχαιότητα ήταν παραθαλάσσια. Η απομάκρυνση αυτή οφείλεται στην άνοδο της στάθμης της θάλασσας και στις φερτές ύλες του ποταμού Ανθεμούντα (κοιλάδα Βασιλικών), που πρέπει να είχε τις εκβολές του στην ίδια περιοχή. Στην ουσία πρόκειται για μια «τούμπα», στην οποία υπήρχε οικισμός στην Εποχή του Χαλκού, ενωμένη με μία «τράπεζα», όπου ανασκάφηκε σε μικρή έκταση ο μεταγενέστερος οικισμός των ιστορικών χρόνων (βρέθηκαν οικοδομικά λείψανα, νομίσματα και κεραμική παρόμοια με εκείνη που γνωρίζουμε και από άλλες γειτονικές θέσεις, ενώ φαίνεται ότι ο οικισμός διατηρήθηκε και μετά την ίδρυση της Θεσσαλονίκης).

Στην περιοχή της σύγχρονης Θέρμης, που λεγόταν παλιότερα Σέδες, υπάρχει μία «τούμπα», όπου είχε αναπτυχθεί οικισμός στα προϊστορικά και στα πρώιμα ιστορικά χρόνια (δηλαδή στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου) καθώς και μία μεγάλη «τράπεζα», όπου δημιουργήθηκε νέος οικισμός στα ιστορικά χρόνια. Αυτός πρέπει να ήταν αρκετά σημαντικός και ακμαίος στην αρχαϊκή και την κλασική περίοδο, αν κρίνουμε από τα ποικίλα και πολυάριθμα κτερίσματα των 6000 χιλιάδων και πλέον τάφων που αποκαλύφθηκαν μέχρι σήμερα (εξαιτίας της ραγδαίας ανοικοδόμησης κατά την τελευταία εικοσαετία) και χρονολογούνται από τον 7ο αιώνα μέχρι και την ελληνιστική εποχή (2ος αι. π.Χ.). Από τα ευρήματα φαίνεται ότι η περίοδος ακμής ήταν από τα μέσα του 6ου μέχρι και τον 4ο αι. π.Χ. και η κατοπινή κάμψη πρέπει να οφείλεται στη συμμετοχή του στον συνοικισμό της Θεσσαλονίκης. Οι τάφοι περιείχαν όπλα, κοσμήματα, ειδώλια, μετάλλινα και πήλινα αγγεία, πολλά από τα οποία ήταν προϊόντα τοπικών εργαστηρίων αλλά και πολλά εισηγμένα από διάφορες περιοχές της ανατολικής και νότιας Ελλάδας. Το όνομα του αρχαίου πολίσματος στη σύγχρονη Θέρμη δεν έχει ταυτιστεί ακόμη, αν και ορισμένοι μελετητές είχαν προτείνει ότι μπορεί να ήταν η αρχαία Θέρμη (επειδή εκεί κοντά υπήρχαν και υπάρχουν ακόμη θερμές πηγές), κάτι που όμως μάλλον δεν ισχύει, αφού η Θέρμη ήταν παραθαλάσσια. Έχει, επίσης, προταθεί η ταύτιση με την Γαρησκό ή με τη Δίκαια.

Η Αίνεια αναφέρεται από τον Στράβωνα ως ένα από τα πολίσματα που ενώθηκαν στη Θεσσαλονίκη. Στον Περίπλου του Σκύλακα χαρακτηρίζεται ως «πόλις Ελληνίς», ενώ ο Ρωμαίος ιστορικός Λίβιος την αναφέρει ως περιτειχισμένη (44,10 και 45,30). Η αρχαία Αίνεια ταυτίζεται με τον οικισμό που εντοπίστηκε σε μία τράπεζα γνωστή με το όνομα Τούμπα Τάμπια (ή Κουμ Καλέ) και βρίσκεται στη νότια ακτή του Μεγάλου Εμβόλου (ή Μεγάλου Καραμπουρνού), βορειοδυτικά της Νέας Μηχανιώνας (30 χλμ ΝΔ της Θεσσαλονίκης). Η κατοίκηση εκεί ξεκινά από την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου και συνεχίζεται μέχρι και τα ελληνιστικά χρόνια (3ος-2ος αι. π.Χ.). Επομένως, η Αίνεια ήταν ένας από τους οικισμούς που εξακολούθησε να υπάρχει και μετά την ίδρυση της Θεσσαλονίκης. Το όνομά της συνδέεται με τον Τρώα ήρωα Αινεία, ο οποίος σύμφωνα με τον μύθο την ίδρυσε καθ’ οδόν προς την Ιταλία και μάλιστα έθαψε εκεί τον πατέρα του Αγχίση. Ακόμη, αναφέρεται ότι ίδρυσε ναό προς τιμή της μητέρας του Αφροδίτης, αλλά σ’ αυτό το θέμα θα επανέλθω στη συνέχεια. Μολονότι η παράδοση για τον Αινεία υπήρχε στην αρχαιότητα και οι κάτοικοι της Αίνειας απεικόνιζαν το κεφάλι του ήρωα στα νομίσματά τους και τον τιμούσαν ως οικιστή τους μέχρι και την ελληνιστική εποχή, υπάρχει και η πληροφορία ότι η πόλη ίσως ήταν αποικία της Κορίνθου και ιδρύθηκε στα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ.

Στην τράπεζα, παρά την ισοπέδωση για τη δημιουργία στρατιωτικών εγκαταστάσεων στα νεότερα χρόνια, βρέθηκαν στρώματα κατοίκησης και κεραμική διαφόρων εποχών. Από το νεκροταφείο της πόλης έχουν ανασκαφεί τάφοι των κλασικών χρόνων (5ου και 4ου αι. π.Χ.). Σημαντικά μνημεία περικλείουν οι τρεις ταφικοί τύμβοι που σχηματίστηκαν από ενοποιήσεις μικρότερων τύμβων. Συγκεκριμένα, ο τύμβος Α κάλυπτε τρεις κιβωτιό­σχημους τάφους, οι δύο από τους οποίους είχαν αξιόλογες τοιχογραφίες στο εσωτερικό τους. Ο τύμβος Β περιείχε ένα κιβωτιόσχημο τάφο και μια τεράστια νεκρική πυρά 3,5 μ. στα δυτικά του, εύρημα σημαντικό για τις πληροφορίες που παρέχει γύρω από τα ταφικά έθιμα της περιοχής. Τέλος, ο τύμβος Γ κάλυπτε στο κέντρο του ένα μόνο λακκοειδή τάφο και στην περιφέρειά του δύο παιδικές ταφές, ενώ αποκαλύφθηκαν πυρές εναγισμών με καμένα οστά ζώων και αγγεία. Και οι τρεις αυτοί ταφικοί τύμβοι χρονολογούνται στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνα π.Χ.

Κάνοντας μια παρένθεση, αξίζει να γίνει εδώ αναφορά σε ένα πολύ σημαντικό μνημείο, που ίσως σχετίζεται με την Αίνεια, δεν βρέθηκε όμως στην περιοχή της Νέας Μηχανιώνας αλλά μέσα στη Θεσσαλονίκη. Σε οικόπεδα του ιστορικού κέντρου της Θεσσαλονίκης, δίπλα στην πλατεία Αντιγονιδών (στη συμβολή των οδών Καραολή Δημητρίου, πρώην Διοικητηρίου, και Κρυστάλλη) στη διάρκεια σωστικών ανασκαφών για την ανέγερση κατοικίων αποκαλύφθηκαν διάσπαρτα αρχιτεκτονικά μέλη ενός μεγάλου ιωνικού ναού των ύστερων αρχαϊκών χρόνων (γύρω στο 500 π.Χ.). Μάλιστα, κατά την πιο πρόσφατη έρευνα το 2000 βρέθηκε και η μαρμάρινη κρηπίδα του ναού μέσα στο ίδιο οικόπεδο μαζί με πολλά αρχιτεκτονικά μέλη και εξαιρετικής τέχνης ρωμαϊκά αγάλματα, παρόμοια με εκείνα που είχαν αποκαλυφθεί ήδη το 1936 (ιωνικά κιονόκρανα και τμήματα από κίονες, θυρώματα, υδρορόες, ένα ανάγλυφο κεφάλι νέου, ορισμένα μάλιστα συγκολλώνται μεταξύ τους, δηλαδή τα παλιότερα με τα πρόσφατα ευρήματα). Πρόκειται για έναν περίπτερο εν παραστάσι ναό, με 6 κίονες στις στενές πλευρές και 11 ή 12 στις μακρές. Είχε ανοικτό πρόδομο και σηκό και μπροστά μνημειακή κλίμακα με πέντε βαθμίδες. Το μνημείο είναι ολομάρμαρο και αποτελεί γενικά έναν από τους λίγους σωζόμενους ιωνικούς ναούς της περιόδου αυτής, έστω και αν διατηρείται πολύ αποσπασματικά (ανάλογα λείψανα ενός σύγχρονου ιωνικού ναού βρέθηκαν στην αρχαία Νεάπολη, τη σημερινή Καβάλα).

Γενικά πιστεύεται ότι αυτή δεν ήταν η αρχική θέση του ναού, ο οποίος μεταφέρθηκε εκεί από κάποιο άλλο σημείο (ανήκε δηλαδή στην ομάδα των λεγόμενων «περιπλανώμενων» ναών, όπως είναι γνωστοί και ορισμένοι από άλλες περιοχές). Ο καθηγητής Μανόλης Βουτυράς πρότεινε ως αρχικό τόπο ανίδρυσης την Αίνεια και ότι η μεταφορά του έγινε στην εποχή του αυτοκράτορα Αυγούστου, καθώς έχει ίχνη δεύτερης χρήσης (γράμματα-σημάδια πάνω στο στυλοβάτη και σε θραύσματα της ανωδομής του για τη μετακίνηση και το ξαναστήσιμο των μελών). Αν πρόκειται όντως για το ναό της Αφροδίτης, που υπήρχε στην Αίνεια (Διον. Αλικαρν.), τότε μπορεί η μεταφορά του στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, στην «περιοχή των ελληνιστικών και ρωμαϊκών ιερών» να έγινε για να τιμηθεί ο Ιούλιος Καίσαρ (1ος αι. π.Χ.), μαζί με τον γενάρχη της οικογένειας των Ιουλίων, τον Αινεία, και φυσικά την προστάτιδα θεά Αφροδίτη (Venus Genetrix, Γεννήτριας ή Γενέτειρας). Ορισμένοι ερευνητές θεωρούν, ωστόσο, ότι αυτή ήταν η αρχική θέση του ναού που κτίστηκε ή επισκευάστηκε στα πρώιμα αυτοκρατορικά χρόνια χρησιμοποιώντας ως σπόλια τα παλιότερα αρχιτεκτονικά μέλη από τον υστερο-αρχαϊκό ναό, που ίσως προϋπήρχε στην κοντινή περιοχή και όπου τοποθετούν το κέντρο της αρχαίας Θέρμης (και ίσως αφιερωμένος στον Διόνυσο, άποψη Γ. Μπακαλάκη).

Παρά τη νέα και πιο ολοκληρωμένη έκθεση των σωζόμενων μελών, μαζί με τους ρωμαϊκούς ανδριάντες, στο Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης μας, η εντυπωσιακή εικόνα αυτού του μνημειακού περίπτερου ναού εξακολουθεί να μας διαφεύγει στο σύνολό της. Άγνωστη παραμένει και η τύχη των λειψάνων που βρέθηκαν κατά χώρα στην Πλατεία Αντιγονιδών, τα οποία θα μπορούσαν σίγουρα να αναδειχθούν, καθώς ανήκουν σ’ ένα πραγματικά μοναδικό μνημείο, με ιδιαίτερη αξία για την ιστορία της Θεσσαλονίκης. Το συγκεκριμένο οικόπεδο πρώτα απαλλοτριώθηκε από το κράτος, μετά η απόφαση αυτή άλλαξε και αποφασίστηκε να διατηρηθούν τα κατάλοιπα του ναού στο υπόγειο της νέας οικοδομής και πριν δύο χρόνια ξαναβγήκε νέα απόφαση για απαλλοτρίωση, ενώ τώρα εκκρεμεί η ένσταση των ιδιοκτητών του οικοπέδου κατά της τελευταίας απόφασης. Έτσι, το μόνο που μας μένει προς το παρόν είναι να … θαυμάζουμε τα αρχαία ερείπια και τα σύγχρονα σκουπίδια έξω από την προσωρινή περίφραξη.

Παραμένουμε στα ανατολικά. Κοντά στην κοινότητα της Αγίας Παρασκευής, στο νοτιοδυτικό τμήμα της κοιλάδας των Βασιλικών, στην περιοχή του αρχαίου Ανθεμούντα και του ομώνυμου ποταμού, υπάρχει μια μεγάλη «τούμπα» (ΒΔ του χωριού) με οικισμό των προϊστορικών χρόνων, με ορισμένα ευρήματα που φτάνουν όμως μέχρι την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου. Επίσης, στη θέση Αγίασμα (ΝΔ του σημερινού χωριού), βρέθηκαν αρχιτεκτονικά λείψανα ενός οικισμού των ιστορικών χρόνων που επέζησε μέχρι τη βυζαντινή εποχή. Ένας άλλος οικισμός εντοπίστηκε στην τούμπα Αγγελάκη, στον οποίο ανήκει και το σημαντικό νεκροταφείο που ανασκάφηκε στην περιοχή (700 μ. ΒΔ). Οι 435 τάφοι που ερευνήθηκαν τη δεκαετία του 1980 έδωσαν πλούσια κτερίσματα, παρόμοια με εκείνα των νεκροταφείων στους οικισμούς που προανέφερα. Για την ταύτιση του συγκεκριμένου οικισμού έχει προταθεί ο αρχαίος Ανθεμούς (που έδωσε το όνομά του στην περιοχή και στον μικρό ποταμό) και πιθανόν συμμετείχε, επίσης, στο συνοικισμό της Θεσσαλονίκης. Σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές, ο βασιλιάς της Μακεδονίας Αμύντας Α΄ είχε προσφέρει αυτή την περιοχή στον εξόριστο Αθηναίο τύραννο Ιππία, τον γιο του Πεισίστρατου, χωρίς εκείνος να τη δεχτεί. Κοντά στον Ανθεμούντα βρισκόταν και μια άλλη μικρότερη κώμη, από την οποία εντοπίστηκε και ανασκάφηκε τα τελευταία χρόνια το νεκροταφείο της, στην κοινότητα της Σουρωτής. Οι τάφοι χρονολογούνται από τις αρχές του 6ου έως και τις αρχές του 3ου αι. π.Χ. και τα κτερίσματά τους παρουσιάζουν ομοιότητες με το νεκροταφείο της Αγίας Παρασκευής και του Σέδες, αλλά δίνουν μια πιο λιτή εικόνα σε σχέση με τα προηγούμενα. Για παράδειγμα, εδώ τα αγγεία τοπικής παραγωγής είναι περισσότερα από τα εισηγμένα και γενικά τα κτερίσματα είναι πιο απλά, λιγότερο πολυτελή από εκείνων.

Ανάμεσα στην Αίνεια και τη Θέρμη ή ανάμεσα στην Αίνεια και την Ποτίδαια αναφέρουν οι αρχαίες πηγές ότι βρισκόταν η πόλη Δίκαια, στην ακτή της Κρουσίδος. Ήταν μία από τις σημαντικές αποικίες των Ερετριέων στην περιοχή του Θερμαϊκού, όπως η Μεθώνη και η Μένδη (Στέφανος Βυζ. λέει ότι ήταν αποικία Ιώνων) και οι κάτοικοί της ονομάζονταν Δικαιοπολίται. Έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς πολλές απόψεις για την τοποθέτηση της Δίκαιας («τράπεζα» Πολίχνης, «τράπεζα» Γκόνας, Τρίλοφος), αρκετά πιθανό όμως είναι να ταυτίζεται με τον αρχαίο οικισμό που υπάρχει στον χώρο της Νέας Καλλικράτειας και παρά την απόσταση από τη Θεσσαλονίκη ίσως είχε συμμετάσχει και αυτός στον συνοικισμό της (40 χλμ). Εκεί βρέθηκαν αργυρά και χάλκινα νομίσματα των Δικαιοπολιτών και γνωρίζουμε ότι η Δίκαια έκοβε δικό της νόμισμα ήδη από τα τέλη του 6ου αι. π.Χ. Δυστυχώς, η ακριβής τοπογραφία του οικισμού των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων έχει χαθεί αμετάκλητα, λόγω της ισοπέδωσης της παραθαλάσσιας «τράπεζας» (ανατολικός λόφος) για τη δημιουργία οικοπέδων στις δεκαετίες 1960 και 1970. Παρόλα αυτά έχουν εντοπιστεί και εν μέρει ανασκαφεί την τελευταία δεκαετία αρκετοί τάφοι διαφόρων περιόδων (κτερίσματα κυρίως αγγεία και ειδώλια/προτομές) καθώς και η κλασική πόλη που ιδρύθηκε στον μεγαλύτερο δυτικό λόφο τον 5ο αι. π.Χ. Συγκεκριμένα, εντοπίστηκαν τμήματα της οχύρωσης (τέλη 5ου – α΄ μισό 4ου αι. π.Χ.) και πιθανόν λιμενικών εγκαταστάσεων, λιθόστρωτοι δρόμοι, ένα δημόσιο οικοδόμημα με στοά και λείψανα κατοικιών.

Στην επικράτεια της Κρουσαίας χώρας (Κρουσίς) υπήρχαν και άλλα πολίσματα, των οποίων γνωρίζουμε τα αρχαία ονόματα αλλά όχι πάντα με βεβαιότητα την ακριβή θέση. Πράγματι, στην παράλια ζώνη και την πεδινή ενδοχώρα που εκτείνεται ανάμεσα στην Επανωμή και τα Νέα Μουδανιά είναι εντοπισμένες τούμπες και τράπεζες σε διάφορες θέσεις που πιθανότατα αντιστοιχούν με τη Σμίλα (στη θέση Πύργος Επανωμής), την Κάμψα (τράπεζα και τούμπα στα Κριτζιανά), τη Γίγωνο (Μεσημεριανή τούμπα στη Νέα Ηράκλεια), Λίσαι (Νέα Καλλικράτεια;), την Κόμβρεια (κοντά στα Νέα Πλάγια), τη Λίπαξο (περιοχή Νέων Μουδανιών), την Τίνδη, Σκίθαι (Μεσημέρι), τη Βρέα ή Βέροια (παραλία στα Νέα Σύλλατα, νότια Σωζόπολης), όλες μικρές κώμες που μπορεί να συμμετείχαν επίσης στον συνοικισμό της Θεσσαλονίκης.

Θα περάσουμε στη συνέχεια προς τα δυτικά, όπου υπήρχαν αντίστοιχα σημαντικοί οικισμοί με τα νεκροταφεία τους. Ορισμένοι από αυτούς εντοπίζονται σε γειτονικούς δήμους (Σταυρούπολη, Πολίχνη, Ωραιόκαστρο) και άλλοι λίγο μακρύτερα ανάμεσα στους ποταμούς Γαλλικό και Αξιό.

Ο αρχαίος οικισμός στην τράπεζα Λεμπέτ (Πολίχνη/Σταυρούπολη, Ευκαρπία), πουέχει δώσει ευρήματα από την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου (10ος και 9ος αι.) μέχρι τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ., πρέπει να ήταν, επίσης, ένας από τους 26 που συνοικίστηκαν από τον Κάσσανδρο. Το όνομά του παραμένει άγνωστο προς το παρόν (η Κ. Ρωμιοπούλου είχε προτείνει την αρχαία Πίλωρο, ο Ν. Hammond τη Δίκαια). Βρίσκεται σε κομβική θέση, στη φυσική δίοδο από τη θάλασσα προς το Βορρά και προς την Ανατολή (μέσω του στενού του Δερβενίου). Στην περιοχή υπήρχαν πολλές πηγές και τρεχούμενα νερά που τροφοδοτούσαν όχι μόνο τους παρακείμενους οικισμούς αλλά αργότερα και τη Θεσσαλονίκη (σήμερα περνούν από εκεί κοντά ο Δενδροπόταμος και ο Ξεροπόταμος). Βορειότερα υπάρχει και μικρότερη τούμπα (η τούμπα Λεμπέτ) με ίχνη κατοίκησης από την Πρώιμη Εποχή Χαλκού μέχρι και την Πρώιμη Εποχή Σιδήρου. Σε κοντινή απόσταση από την τράπεζα, που δεν έχει ερευνηθεί ακόμη σε μεγάλη έκταση, εντοπίστηκαν τα νεκροταφεία τόσο του πρώιμου οικισμού όσο και εκείνου των αρχαϊκών και των κλασικών χρόνων. Τα κτερίσματα της Εποχής του Σιδήρου, κυρίως τα αγγεία και τα κοσμήματα, παρουσιάζουν ομοιότητες με ανάλογα από τη Βεργίνα (νεκροταφείο των τύμβων), την Αγχίαλο, τη Νέα Φιλαδέλφεια. Πλούσια είναι, επίσης, τα ευρήματα από τάφους του ίδιου οικισμού που ανασκάφηκαν στο χώρο του συμμαχικού νεκροταφείου Ζεϊτενλίκ (στην οδό Λαγκαδά, η ανασκαφή έγινε από Γάλλους στρατιώτες της Στρατιάς της Ανατολής το 1917 με επικεφαλής τον λοχία-αρχαιολόγο Leon Rey) και σε άλλα σημεία της Σταυρούπολης (π.χ. τέλη 4ου αι. π.Χ., τάφος με μετάλλινα αγγεία). Το ανασκαφικό και ερευνητικό έργο που επιτελέστηκε στη Μακεδονία στα χρόνια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου από τα συμμαχικά στρατεύματα, κυρίως από τα γαλλικά (παράλληλα με τους Άγγλους και τους Ρώσους συμμάχους) είναι πολύ σημαντικό. Οι Γάλλοι είχαν μία ειδική αρχαιολογική υπηρεσία στη Στρατιά της Ανατολής με επικεφαλής τον παλαιογράφο λοχία Λεόν Ρέυ και έτσι τεκμηρίωσαν τις ανασκαφές που έκαναν στο Καραμπουρνάκι και το Ζεϊτενλίκ με σχέδια, φωτογραφίες και δημοσίευση των ευρημάτων. Τα περισσότερα από αυτά μεταφέρθηκαν στο Μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι, όπου και φυλάσσονται μέχρι σήμερα. Μάλιστα εκτέθηκαν στο Λούβρο το 2011-2012 στη μεγάλη έκθεση για την αρχαία Μακεδονία μαζί με τα ευρήματα και άλλων ανασκαφών που έκαναν τότε οι Γάλλοι (όπως στην Αξιούπολη, τον Άγιο Αθανάσιο, στον μακεδονικό τάφο του Μαιευτηρίου στην οδό Παπαναστασίου).

Λίγο βορειότερα από τη Σταυρούπολη βρίσκεται το Ωραιόκαστρο, στην περιοχή του οποίου έχουν εντοπιστεί δύο «τούμπες» με προϊστορικούς οικισμούς (Τούμπα Ακμπουνάρ ή Ασπρόβρυση και Λόφος) και μια «τράπεζα» (Νταούντ Μπαλί, 200 μ.) ανάμεσα σε δύο ρέματα, με οικισμό και νεκροταφείο του 8ου-7ου αι. π.Χ. κοντά σε αυτόν. Έχουν, ωστόσο, ανασκαφεί διασκοριπισμένοι και μερικοί τάφοι των κλασικών χρόνων μέχρι τον 4ο αι. π.Χ.

Ένα άλλο σημαντικό πόλισμα στα δυτικά πρέπει να ήταν η Σίνδος (το όνομά της παραδίδεται και ως Σίνθος). Για την ύπαρξή της υπάρχει μόνο η γραπτή μαρτυρία του Ηροδότου, ότι ο στόλος του Ξέρξη ναυλόχησε στη Θέρμη, στη Σίνδο και στη Χαλάστρα, όταν εισχώρησε στο Θερμαϊκό κόλπο. Από την περιγραφή αυτή συμπεραίνουμε ότι η Σίνδος ήταν παράλια πόλη και βρισκόταν μεταξύ Θέρμης και Χαλάστρας, μάλλον κοντά στις εκβολές του Γαλλικού. Πιθανότατα ταυτίζεται με τον οικισμό στη βιομηχανική ζώνη της Σίνδου και συγκεκριμένα πάνω στη «διπλή τράπεζα» της Αγχιάλου (23 χλμ δυτικά της Θεσσαλονίκης). Η «τράπεζα» βρίσκεται μέσα στο χώρο ενός εν λειτουργία στρατοπέδου και εκεί έγιναν ανασκαφές τη δεκαετία 1990-2000 από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και έφεραν στο φως λείψανα εγκαταστάσεων (κυρίως πρόκειται για πλίνθινα οικοδομήματα, χώρους κατεργασίας μετάλλων και κεραμικούς κλιβάνους 9ος-8ος αι.) από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού μέχρι και τον 4ο αι. π.Χ. Ίχνη κατοίκησης διαπιστώθηκαν, όμως, ήδη από τη νεολιθική εποχή. Στα χρόνια του δεύτερου ελληνικού αποικισμού, δηλαδή στον 8ο αι. π.Χ., τα άφθονα κεραμικά ευρήματα μαρτυρούν την έντονη παρουσία των Ευβοέων στην περιοχή, οι οποίοι μάλλον είχαν ιδρύσει εκεί ένα «εμπόριον», δηλαδή έναν εμπορικό σταθμό, όπου έφερναν δικά τους και προμηθεύονταν άλλα τοπικά προϊόντα, ανάμεσά τους και χρυσό που υπήρχε στις όχθες του Γαλλικού ποταμού (γι’ αυτό και στην αρχαιότητα ονομαζόταν Εχέδωρος = αυτός που έχει δώρα).

Πολύ κοντά στον ποταμό αποκαλύφθηκαν 121 τάφοι που ανήκουν στο νεκροταφείο του οικισμού αυτού. Χρονολογούνται στον 6ο και τον 5ο αι. π.Χ., και ιδιαίτερα το διάστημα στο δεύτερο μισό του 6ου αι. πρέπει να ήταν η εποχή της ακμής του. Τα πλούσια και ποικίλα κτερίσματα φανερώνουν την ευμάρεια και τις σχέσεις των κατοίκων με διάφορες περιοχές, όπως την Ιωνία, την Αθήνα, την Κόρινθο. Τα ευρήματα παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες με εκείνα άλλων σύγχρονων νεκροταφείων στη δυτική και την κεντρική Μακεδονία, όπως στην Αιανή Κοζάνης, στη Βεργίνα, στο Αρχοντικό Γιαννιτσών, τη Νέα Φιλαδέλφεια, τον Άγιο Αθανάσιο, στην Άνω Τούμπα και το Καραμπουρνάκι, στη Θέρμη / Σέδες και την Αγία Παρασκευή. Ανάμεσα στα κτερίσματα ξεχωρίζουν τα περίτεχνα χρυσά και αργυρά κοσμήματα, τα εντυπωσιακά χρυσά προσωπεία, τα μετάλλινα αγγεία, όπλα και τα ομοιώματα αντικειμένων (όπως επίπλων και αμαξών).

Η Χαλάστρα αναφέρεται και αυτή από τον Στράβωνα ως ένα από τα πολίσματα που συνοικίστηκαν στη Θεσσαλονίκη. Το όνομά της παραδίδεται και ως Χαλέστρα, προερχόμενο από μια ομώνυμη νύμφη. Ξέρουμε ότι ήταν χτισμένη στην ανατολική όχθη του Αξιού ποταμού, πολύ κοντά στις εκβολές του, και ότι βρισκόταν στα όρια της Μυγδονίας με τη γειτονική Βοττιαία. Αποτελούσε, έτσι, τη δυτικότερη μυγδονική πόλη και το πιο σημαντικό κέντρο όλης της περιοχής. Από τον Εκαταίο χαρακτηρίζεται ως πόλη με Θράκες κατοίκους. Από άλλες αρχαίες πηγές γνωρίζουμε, επίσης, ότι ήταν παραθαλάσσια και οχυρωμένη πόλη, χτισμένη σε στρατηγική θέση. Από την εξιστόρηση του Ηροδότου πληροφορούμαστε ότι οι ναυτικές δυνάμεις των Περσών στρατοπέδευσαν για μικρό διάστημα στην αρχαία Θέρμη και τις άλλες πόλεις γύρω από τον Αξιό, περιμένοντας να φτάσει και ο υπόλοιπος στρατός μαζί με τον βασιλιά Ξέρξη. Τότε πρέπει να καταλήφθηκε η Χαλάστρα από τους Πέρσες, όπως και άλλες παραθαλάσσιες πόλεις της Μυγδονίας και της Βοττιαίας.

Το πρόβλημα της οροθεσίας της αρχαίας Χαλάστρας έχει απασχολήσει κατά καιρούς την ιστορική και την αρχαιολογική έρευνα, χωρίς να έχει βρει προς το παρόν την οριστική του επιβεβαίωση. Οι περιοχές γύρω από τους νεότερους οικισμούς του Αγίου Αθανασίου, της Γέφυρας, της Αγχιάλου, της Νέας Φιλαδέλφειας, ακόμη και της σημερινής Χαλάστρας έχουν προταθεί από διάφορους μελετητές για την ταύτιση με το αρχαίο πόλισμα. Περισσότερες πιθανότητες συγκεντρώνει, ωστόσο, η ευρύτερη περιοχή του Αγίου Αθανασίου και της Γέφυρας, όπως μαρτυρούν τα αρχαιολογικά ευρήματα που ήρθαν στο φως κατά τις ανασκαφικές έρευνες, κυρίως της δεκαετίας του 1990. Κοντά στη διασταύρωση της Νέας Εθνικής οδού και της οδού προς Ευζώνους, υπάρχει ένας χαμηλός τεχνητός λόφος, γνωστός με το όνομα τούμπα Τόψιν ή τούμπα Γέφυρας. Στην ουσία πρόκειται για μία τράπεζα, λόγω της επιμήκους, τραπεζιόσχημης μορφής του λόφου. Τα άφθονα επιφανειακά ευρήματα από σπασμένα πήλινα αγγεία προσφέρουν ασφαλείς ενδείξεις για την κατοίκηση του χώρου από την ύστερη νεολιθική μέχρι και την όψιμη ελληνιστική εποχή. Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει ο εντοπισμός και η αποκάλυψη τμημάτων από τα νεκροταφεία του αρχαίου οικισμού, όπως μέρος της νεκρόπολης των αρχαϊκών χρόνων, καθώς και τεσσάρων ταφικών τύμβων, όλων ανατολικά της τράπεζας και κοντά στον οικισμό του Αγίου Αθανασίου. Από τους κτιστούς τάφους που βρέθηκαν εκεί αξίζει να αναφερθούν οι τέσσερις μακεδονικοί τάφοι με τη μνημειακή αρχιτεκτονική διαμόρφωση – ένας φέρει και εξαιρετικές τοιχογραφίες.

Με την πόλη της Χαλάστρας πρέπει να συνδέεται και το λεγόμενο «χαλαστραίον νίτρον», για το οποίο οι αρχαίες πηγές αναφέρουν ότι παραγόταν σε μια κοντινή λίμνη. Το υλικό αυτό (ανθρακικό άλας του νατρίου), γνωστό σήμερα με την ονομασία «νάτρον» (σόδα, trona), αποτελούσε στην αρχαιότητα ένα από τα βασικά συστατικά για την παρασκευή γυαλιού και διάφορων απολυμαντικών-απορυπαντικών ουσιών. O χαρακτηρισμός αυτής της πρώτης ύλης με το επίθετο «χαλαστραίον» μαρτυρεί την πολύ στενή, θα λέγαμε αποκλειστική, σχέση της με την αρχαία Χαλάστρα –ένα είδος «ονομασίας προέλευσης» με τη σημερινή έννοια, που δηλώνει και την εμπορική εκμετάλλευση του προϊόντος αυτού από τους κατοίκους της Χαλάστρας. Επομένως, η συγκεκριμένη λίμνη θα αποτελούσε την πηγή παραγωγής και εκμετάλλευσης του νίτρου, τo οποίο ήταν όχι μόνο φημισμένο αλλά και σπάνιο ως βασικό υλικό με ποικίλες χρήσεις (στη φαρμακευτική, τη γναφευτική, την υαλουργία). Η μόνη διαπιστωμένη λίμνη στην ευρύτερη περιοχή βρίσκεται στην κοινότητα της Ξυλοκερατιάς του νομού Κιλκίς και είναι σήμερα γνωστή με το όνομα Πικρολίμνη. Γενικά η λίμνη έχει μικρή ποσότητα και χαμηλή στάθμη νερού, ενώ τους περισσότερους μήνες του χρόνου είναι ξερή (δηλαδή δεν έχει νερό) και καλύπτεται από πηλώδη λάσπη (άλμη), περισσότερο ή λιγότερο στερεή. Με την εξάτμιση του νερού σχηματίζονται πολύ λεπτοί λευκοί κρύσταλλοι, που αποτελούν το νίτρο. Η αρχαιολόγος Δέσποινα Ιγνατιάδου μαζί με μια ομάδα χημικών και γεωλόγων, μετά από επιτόπια έρευνα στη λίμνη, έκαναν χημικές-ορυκτολογικές αναλύσεις σε δείγματα λάσπης και νερού που πάρθηκαν σε διαφορετικές εποχές (χειμώνα και καλοκαίρι) από τον πυθμένα της λίμνης και από γεώτρηση της περιοχής. Διαπιστώθηκε ότι η υδροχημική σύσταση των δειγμάτων ήταν παρόμοια και ότι από την εξάτμισή τους στο εργαστήριο έδωσαν, ανάμεσα σε άλλα, άλατα τρόνας.

Το νεκροταφείο ενός άλλου αξιόλογου οικισμού, και μάλιστα από την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου (από 9ο μέχρι 7ο-αρχές 6ου αι. π.Χ.), εντοπίστηκε επίσης δίπλα στον Γαλλικό ποταμό, προς την ενδοχώρα του νομού Θεσσαλονίκης, στη Νέα Φιλαδέλφεια, και ερευνήθηκε τη δεκαετία του 1990 με αφορμή τα μεγάλα έργα του ΟΣΕ. Οι 2228 τάφοι, που αποκαλύφθηκαν σε πυκνή διάταξη, ανήκαν σε παιδιά και ενήλικες και πολλοί από αυτούς περικλείονταν από ταφικούς τύμβους και περιβόλους. Αρκετοί περιείχαν πήλινα και μετάλλινα κτερίσματα. Ξεχωριστό ενδιαφέρον έχουν τα χάλκινα και σιδερένια κοσμήματα που υπήρχαν στις γυναικείες ταφές, ενώ τα αγγεία δηλώνουν μια ανεπτυγμένη τοπική παραγωγή. Ο αντίστοιχος οικισμός βρισκόταν πάνω στη γειτονική τράπεζα, γνωστή ως Τράπεζα Νάρες (υπάρχει και η τούμπα Νάρετς με προϊστορικό οικισμό). Η παρουσία άφθονων πηγών και η εύφορη πεδιάδα πρέπει να συνέβαλαν στην πρώιμη ανάπτυξή του.

Ανακεφαλαίωση: Οι ανασκαφές έχουν αποκαλύψει μια σειρά από οικισμούς στον μυχό του Θερμαϊκού κόλπου, στα ανατολικά και δυτικά της Θεσσαλονίκης, άλλους ταυτισμένους με το αρχαίο τους όνομα και άλλους αταύτιστους ακόμη. Οπωσδήποτε, δεν είχαν όλοι την ίδια σημασία, ενώ διέφεραν, επίσης, από άποψη πληθυσμού και έκτασης. Λόγω της σχετικά περιορισμένης ανασκαφικής έρευνας των ίδιων των οικισμών, που βρίσκονται πάνω σε λόφους με τη μορφή «τράπεζας», δεν διαθέτουμε προς το παρόν πολλά στοιχεία για τη διαχρονική οικιστική και την περαιτέρω ανάπτυξή τους, εκτός από λίγες εξαιρέσεις, όπως στην περίπτωση της Άνω Τούμπας (που σημειωτέον είναι και η μεγαλύτερη θέση σε όλη την περιοχή), στην Πολίχνη, στο Καραμπουρνάκι, στη Σίνδο /Αγχίαλο. Συχνά τα επιφανειακά ευρήματα, κυρίως τα θραύσματα από πήλινα σκεύη, μάς πληροφορούν για τις φάσεις και τη διάρκεια της ζωής των οικισμών αυτών. Αντίθετα, πιο συστηματικά έχουν ερευνηθεί τα νεκροταφεία που συνδέονται με τους διάφορους οικισμούς, και μάλιστα με εντυπωσιακά αποτελέσματα. Ιδιαίτερα οι δύο τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα ήταν πολύ παραγωγικές και σημαντικές από αρχαιολογική άποψη όσον αφορά στις ανασκαφές που έγιναν στα νεκροταφεία της Σίνδου, της Νέας Φιλαδέλφειας, του Αγίου Αθανασίου, της Πολίχνης, του Ωραιοκάστρου, της Τούμπας Θεσσαλονίκης, της σύγχρονης Θέρμης/Σέδες, της Νέας Μηχανιώνας, της Αγίας Παρασκευής, της Σουρωτής και της Νέας Καλλικράτειας.

Όπως εύκολα μπορεί να διαπιστώσει κανείς, οι περισσότεροι από τους παράλιους οικισμούς της περιοχής του Θερμαϊκού, εμφανίζουν πολλές ομοιότητες μεταξύ τους ως προς την οικιστική οργάνωση, τις κατασκευαστικές τεχνικές, τις λατρευτικές συνήθειες, τα ταφικά έθιμα και τις συστηματικές επαφές με πολλές περιοχές του αρχαίου ελληνικού κόσμου, ιδιαίτερα της ανατολικής και της νότιας Ελλάδας. Αυτές μαρτυρούνται από την ποικιλία και τον μεγάλο αριθμό των εισηγμένων χρηστικών και πολυτελών αγγείων καθώς και άλλων αντικειμένων, όπως κοσμημάτων και ειδωλίων, αλλά οπωσδήποτε και διαφόρων αγροτικών προϊόντων, ανάμεσα στα οποία κυρίαρχη θέση είχαν το λάδι και το κρασί που μεταφέρονταν με ειδικούς εμπορικούς αμφορείς. Από την άλλη, τα πολυάριθμα ευρήματα καταδείχνουν επίσης την έντονη εγχώρια βιοτεχνική και καλλιτεχνική δραστηριότητα σε διάφορους τομείς, όπως στη μεταλλοτεχνία, τη γλυπτική, την κεραμική, την ειδωλοπλαστική και γενικά τη μικροτεχνία. Πολλές κοινές κατηγορίες αντικειμένων, όπως αγγείων, κοσμημάτων και ειδωλίων εμφανίζονται στους περισσότερους από αυτούς τους γειτονικούς οικισμούς, επιβεβαιώνοντας τις ανταλλαγές και την επικοινωνία μεταξύ τους. Επίσης, τα τοπικά προϊόντα, όπως κτηνοτροφικά και γεωργικά, ξυλεία, μέταλλα, υφαντά και άλλα, θα διακινούνταν και σε πιο μακρινές περιοχές μέσω των εμπόρων που έφταναν στα παράλια του Θερμαϊκού (αυτοί ήταν στα αρχαϊκά χρόνια κυρίως Ίωνες, Κάρες και ίσως Φοίνικες).

Σχετικά με τις ταφικές πρακτικές, τα είδη των τάφων και οι κατηγορίες των κτερισμάτων μάς βοηθούν στην εξαγωγή συμπερασμάτων για την πληθυσμιακή σύνθεση, την οικονομική κατάσταση και τις δοξασίες των κατόχων τους. Οι τάφοι είναι συνήθως λακκοειδείς και κιβωτιόσχημοι, σπανιότερα οι ενταφιασμοί γίνονταν μέσα σε πήλινες ή λίθινες σαρκοφάγους και σε μεγάλα αγγεία (εγχυτρισμοί). Οι διαπιστωμένες καύσεις των νεκρών ήταν ακόμη πιο σπάνιες (μερικές φορές μέσα σε μετάλλινα τεφροδόχα αγγεία, συνήθως υδρίες). Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι τάφοι είναι οργανωμένοι σε συστάδες (αυτές μπορεί να σχετίζονται με γένη/οικογένειες) και καλύπτονται με τύμβους. Στις πλούσια κτερισμένες ταφές, τα κάθε λογής δώρα προς τους νεκρούς εντυπωσιάζουν με την ποιότητα, την ποικιλία και το πλήθος τους. Εκτός από τα πήλινα αγγεία και ειδώλια, ιδιαίτερη μνεία θέλουμε να κάνουμε στα σκεύη από πολύτιμα υλικά (όπως γυαλί, αλάβαστρο και φαγεντιανή) και ιδιαίτερα στα μεταλλικά αντικείμενα (αγγεία και όπλα) και τα περίτεχνα κοσμήματα. Οι χρυσές μάσκες, που κάλυπταν το πρόσωπο των νεκρών, και τα ομοιώματα αντικειμένων αποτελούν πολύ ξεχωριστές κατηγορίες κτερισμάτων. Πολλά από αυτά πρέπει να κατασκευάστηκαν σε τοπικά εργαστήρια, εξάλλου σε διάφορα σημεία της μακεδονικής γης υπήρχαν κοιτάσματα πολύτιμων μετάλλων, γνωστών ήδη στην αρχαιότητα, ενώ γνωρίζουμε για την ύπαρξη χρυσού στις όχθες του Γαλλικού ποταμού. Γενικά, στην τέχνη της αρχαϊκής και κλασικής εποχής διαπιστώνονται έντονες ιωνικές επιδράσεις.

Το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων στους οικισμούς που εξετάσαμε ήταν αρκετά υψηλό, όπως διαπιστώνουμε από τα οικιστικά και ταφικά κατάλοιπα, τις λοιπές κοινόχρηστες κατασκευές (πλακόστρωτοι οδοί, πηγάδια και αγωγοί νερού), αλλά και από το πλήθος των κινητών ευρημάτων, ιδιαίτερα των κτερισμάτων. Φαίνεται, επίσης, ότι είχαν κοινό πολιτιστικό υπόβαθρο και οργανωμένη κοινωνική διαστρωμάτωση. Ορισμένες ομάδες ή γένη θα ξεχώριζαν από τους υπόλοιπους κατοίκους λόγω καταγωγής ή οικονομικής δύναμης. Σε γενικές γραμμές, πρέπει να ήταν άνθρωποι ανοικτοί σε εξωτερικές επιρροές και βρίσκονταν σε στενή επικοινωνία με άλλες περιοχές, κυρίως εκείνες της Ανατολικής Ελλάδας, δηλαδή με τις πόλεις των παραλίων της Μικράς Ασίας και των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου (Αιολίς, Ιωνία).

Μολονότι οι μαρτυρίες που διαθέτουμε για την πολιτική και κοινωνική οργάνωση στα πρώιμα ιστορικά χρόνια είναι σχετικά περιορισμένες, ωστόσο τα αρχαιολογικά δεδομένα μάς επιτρέπουν να διακρίνουμε μια παραδοσιακή κοινωνία, με οργάνωση ανά φυλετικές ομάδες. Έντονα διακριτή είναι και η παρουσία μιας οικονομικά ισχυρής ανώτερης τάξης, ένα είδος τοπικής αριστοκρατίας (όπως ήταν οι άρχοντες-βασιλείς των γεωμετρικών χρόνων στη νότια Ελλάδα), που διαχειριζόταν τον αγροτικό πλούτο, έλεγχε ως ένα βαθμό τις εμπορικές συναλλαγές και είχε πρόσβαση σε αγαθά πολυτελείας (αυτά μπορεί να ήταν τοπικά ή εισαγώμενα προϊόντα). Ανάλογη ιεράρχηση και παρόμοια ευρήματα παρατηρούμε και σε άλλα νεκροταφεία των αρχαϊκών και κλασικών χρόνων στη Μακεδονία, όπως στο Αρχοντικό Γιαννιτσών, στη Βεργίνα και στην Αιανή, γεγονός που συνηγορεί για τις κοινές καταβολές όλων αυτών των πληθυσμιακών ομάδων.

Από τις αρχαίες πηγές γνωρίζουμε ότι στην περιοχή ζούσαν αρχικά Θράκες, Μύγδονες (η Μυγδονία με κέντρο την αρχαία Λητή εκτεινόταν μέχρι την περιοχή των λιμνών του νομού Θεσσαλονίκης), Κρουσείς, Παίονες, Ηδωνοί, ακόμη και Φρύγες/ Βρύγες που συνυπήρχαν με τους Έλληνες από πόλεις της νότιας και ανατολικής Ελλάδας. Οι τελευταίοι είχαν ιδρύσει από νωρίς αποικίες και εμπορικούς σταθμούς στα παράλια του Θερμαϊκού κόλπου (στη διάρκεια του πρώτου και του δεύτερου αποικισμού, π.χ. οι Ευβοείς και οι Ίωνες πρέπει να είχαν έντονη παρουσία, η Eρέτρια ίδρυσε τη Μεθώνη, τη Μένδη και τη Δίκαια, η Κόρινθος την Ποτίδαια, η Αθήνα κυρίως από τα χρόνια του Πεισίστρατου στην Ραίκηλο/Περαία). Διοικητικά, στο διάστημα 510-480/70 π.Χ., όλη η περιοχή αποτέλεσε τμήμα (σατραπεία) του περσικού βασιλείου. Η παρουσία των Μακεδόνων, που κατείχαν ήδη την περιοχή δυτικά του Αξιού, στη Μυγδονία και την Κρουσίδα σχετίζεται με το ερώτημα πότε πέρασαν τον Αξιό ποταμό. Αυτό συνέβη μάλλον στα χρόνια του μακεδόνα βασιλιά Αμύντα κατά τον 6ο αιώνα π.Χ., όπως φαίνεται από τις ομοιότητες που παρουσιάζουν τα ταφικά έθιμα και τα κτερίσματα των νεκροταφείων ένθεν και ένθεν του Αξιού αλλά και από τις διάφορες αρχαίες γραπτές μαρτυρίες.

 

Ελένη Μανακίδου

Αναπλ. Καθηγήτρια Κλασικής Αρχαιολογίας

Τομέας Αρχαιολογίας

Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας

Φιλοσοφική Σχολή

Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

e-mail: This email address is being protected from spambots. You need JavaScript enabled to view it.

 

Το παρόν κείμενο παρουσιάστηκε ως διάλεξη στον κύκλο μαθημάτων «Αρχαιολογία: μνημεία και ιστορίες της Θεσσαλονίκης» στο πλαίσιο του Ανοικτού Πανεπιστημίου του Δήμου Θεσσαλονίκης, στις 27/3/2012, στο Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο.

 

Δείτε εδώ την παρουσίαση