Αττικά αγγεία

Κατά την πρώιμη αρχαϊκή ή «ανατολίζουσα» περίοδο (περ. 700-620 π.Χ.) αναπτύχθηκαν διάφορα κέντρα κεραμικής παραγωγής, όπως εκείνα της Κορίνθου και της Ανατολικής Ελλάδας, τα αγγεία των οποίων γνώρισαν ευρεία εξάπλωση στον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο. Αντιθέτως, τα αττικά κεραμικά εργαστήρια, αν και ανέπτυξαν ένα ιδιαίτερο μνημειακό διακοσμητικό στιλ με αρκετές ιδιορρυθμίες, είχαν μόνο τοπική σημασία στη διάρκεια του 7ου αι. π.Χ. Από το α΄ μισό του 6ου αι. π.Χ., ωστόσο, η Αθήνα κατέλαβε σταδιακά την κυρίαρχη θέση της στην κεραμική δημιουργία. Η μελανόμορφη τεχνική, αν και επινοήθηκε στην Κόρινθο (περ. 690 π.Χ.), υιοθετήθηκε και τελειοποιήθηκε περαιτέρω στα αττικά εργαστήρια. Η ερυθρόμορφη τεχνική ήταν, ως γνωστόν, αθηναϊκή επινόηση (530/25 π.Χ.) και διαδόθηκε τον 5ο αι. σε άλλες περιοχές. Τα αττικά γραπτά αγγεία κατά τον 6ο και 5ο αι. π.Χ. συγκαταλέγονταν στα πιο περιζήτητα κεραμικά προϊόντα σε πολλές περιοχές του κυρίως ελλαδικού χώρου, της Μεγάλης Ελλάδας (Κάτω Ιταλία, Σικελία) και του Εύξεινου πόντου. Με τις εμπορικές συναλλαγές, τα αττικά αγγεία έφτασαν στο βόρειο Αιγαίο και στους οικισμούς του Θερμαϊκού κόλπου, έχοντας αρχικά περιορισμένη και αργότερα γενικευμένη διάδοση (από τα μέσα του 6ου αι. π.Χ. και εξής). Ορισμένα από αυτά αποτελούν έργα σημαντικών αγγειογράφων του αττικού Κεραμεικού (π.χ. Σοφίλος, Λυδός, Ζ. του Άμαση, Εξηκίας κ.ά.). Τα γραπτά ή μελαμβαφή αττικά αγγεία αφιερώνονταν ως αναθήματα στα ιερά, τοποθετούνταν ως κτερίσματα στους τάφους ή χρησιμοποιούνταν στους οικισμούς.