Κορινθιακή κεραμική 6ου αιώνα π.Χ.

Κορινθιακή περίοδος :
• Πρώιμη κορινθιακή περίοδος: 610-580 π.Χ.
• Μέση κορινθιακή περίοδος: 580-555 π.Χ.
• Ύστερη κορινθιακή περίοδος: 555-535 π.Χ.

Τον 6ο αιώνα π.Χ. οι εμπορικές σχέσεις και οι συναλλαγές των οικισμών του μυχού του Θερμαϊκού κόλπου με τα μεγάλα κέντρα της νότιας Ελλάδας, Κόρινθο και Αθήνα, όπως και με τις πόλεις της Ανατολικής Ελλάδας, αυξάνονται και είναι πολύ πιο έντονες από ό,τι στον προηγούμενο αιώνα. Για τους οικισμούς της περιοχής, ο 6ος αιώνας π.Χ. είναι περίοδος μεγάλης ακμής. Στους οικισμούς, τα ιερά και τα νεκροταφεία συναντάμε μεγάλες ποσότητες εισαγμένης κορινθιακής κεραμικής καθόλη τη διάρκεια του 6ου αι. π.Χ. Στις κατοικήσιμες ζώνες των οικισμών, τα κορινθιακά αγγεία της λεπτής διακοσμημένης κεραμικής δεν είναι πολυάριθμα. Στα νεκροταφεία, όμως, τα κορινθιακά αγγεία της περιόδου αυτής βρίσκονται σε σημαντικές ποσότητες και προτιμούνται συχνά ως κτερίσματα για τους νεκρούς. Υπάρχουν περιπτώσεις, όπου τα κορινθιακά αγγεία είναι πολύ περισσότερα μέσα στους τάφους από ό,τι τα εγχώρια αγγεία, ακόμη και από τα εισαγμένα αττικά. Φαίνεται, επομένως, πως τα κορινθιακά αγγεία την περίοδο αυτή είχαν μεγάλη ζήτηση στις υπό εξέταση περιοχές, και όχι μόνο. Γενικά, τα κορινθιακά αγγεία μονοπώλησαν τις αγορές για περισσότερα από 150 χρόνια.

Η Κορινθιακή περίοδος χρονολογείται από το 610 π.Χ. μέχρι και το 535 π.Χ. περίπου. Χωρίζεται σε τρεις υποπεριόδους: την Πρώιμη κορινθιακή (περ. 610-580 π.Χ.), τη Μέση κορινθιακή (περ. 580-555 π.Χ.) και την Ύστερη κορινθιακή (περ. 555-535 π.Χ.). Στην Κορινθιακή περίοδο παρατηρούνται, γενικά, αλλαγές ως προς το θεματολόγιο των εικονιστικών παραστάσεων και ως προς την απόδοση ορισμένων παραπληρωματικών μοτίβων. Ως προς τα σχήματα των αγγείων, πολλά παραμένουν τα ίδια και παρατηρούνται κάποιες μικρές αλλαγές στο πλάσιμο και το μέγεθος.

Κατά την Πρώιμη κορινθιακή περίοδο αρχίζουν να εμφανίζονται όλο και πιο συχνά εικονιστικές αφηγηματικές παραστάσεις, ενώ οι ζωφόροι με τα ζώα δεν σταματούν, αποδίδονται όμως πιο απλοποιημένες και λιγότερο φροντισμένες. Αυτό συμβαίνει λόγω της μεγάλης ζήτησης των κορινθιακών αγγείων, γεγονός που έκανε την παραγωγή τους μαζική. Προς το τέλος της Πρώιμης κορινθιακής περιόδου εμφανίζεται ένα από τα μεγαλύτερα και πιο χαρακτηριστικά σχήματα του κορινθιακού κεραμικού, ο κιονωτός κρατήρας. Παραδείγματα κορινθιακών κιονωτών κρατήρων από οικισμούς στο μυχό του Θερμαϊκού κόλπου έχουμε από τη Μεθώνη (ένα με παράσταση θεϊκής πομπής), από την Άνω Τούμπα (τα πλακίδια κοσμούνται με κύκνους, η άνω επιφάνεια έχει λοξές τεθλασμένες γραμμές, ενώ στην κύρια ζώνη εικονίζονται τέσσερις κωμαστές ανά ζεύγη σε έντονες χορευτικές κινήσεις με επιγραφές που τους κατονομάζουν, γύρω στο 560/50 π.Χ.), επίσης αρκετά θραύσματα από το Καραμπουρνάκι (ένα με παράσταση θεϊκής πομπής, ένα με παράσταση συμποσίου, ένα με κωμαστές, άλλα με αντωπά ζώα) και τμήμα κρατήρα από τη Σάνη της Παλλήνης με σκηνές από την Αργοναυτική εκστρατεία. Οι περισσότεροι από αυτούς τους κιονωτούς κρατήρες χρονολογούνται στη Μέση κορινθιακή περίοδο.

Στη Μέση κορινθιακή περίοδο, τα σώματα των ζώων και των μυθικών όντων γίνονται ακόμα πιο επιμήκη και, έτσι, οι ζωφόροι γεμίζουν πιο εύκολα και γρήγορα. Ακόμα και οι ρόδακες σχεδιάζονται με λιγότερη επιμέλεια και προς το τέλος της περιόδου μετατρέπονται σε κουκκίδες. Γενικότερα, οι ρόδακες στην Πρωτοκορινθιακή περίοδο, όπως έχει ήδη αναφερθεί, είναι στιγμωτοί, ενώ στην Κορινθιακή περίοδο αποδίδονται με χάραξη και είναι φυλλωτοί. Επίσης, σε αυτή την περίοδο συναντάμε αρκετές φορές πολυπρόσωπες αφηγηματικές σκηνές, έργα αξιόλογων αγγειογράφων. Κυρίως στους κιονωτούς κρατήρες συνηθίζονται παραστάσεις με σκηνές από τη ζωή των αριστοκρατών, όπως πομπές ιππέων, γαμήλιες πομπές, συμπόσια ή σκηνές από τον κόσμο των θεών και του μύθου.

Στην Ύστερη κορινθιακή φάση παρατηρείται τυποποίηση και μαζικότητα της παραγωγής, με έμφαση σε συγκεκριμένα σχήματα αγγείων και είδη διακόσμησης με απλοποιημένες ζωικές μορφές και συμβατικά μοτίβα. Για παράδειγμα, από το νεκροταφείο της Θέρμης (Σέδες) προέρχονται κοτύλες, οι οποίες χρονολογούνται στα μέσα περίπου του 6ου αι. π.Χ., κυρίως στο γ΄ τέταρτο, και αναγνωρίζεται πιθανότατα ο Ζ. της Κορίνθου ΒΚ. Ένα άλλο παράδειγμα, πάλι από το νεκροταφείο της Θέρμης (Σέδες), είναι μία κορινθιακή κοτύλη με ζώα, του 550-540 π.Χ., η οποία μπορεί να αποδοθεί πιθανότατα στον Ζ. της Σκιαγραφημένης Αίγας ΙΙ. Ένα άλλο στοιχείο είναι πως διαπιστώνονται κάποιες αλλαγές, οι οποίες οφείλονται στις προσπάθειες των Κορίνθιων κεραμέων να συναγωνιστούν τους Αθηναίους κεραμείς, οι οποίοι έχουν αρχίσει να κυριαρχούν σταδιακά στις διεθνείς αγορές των αγγείων. Μετά το 540/535 π.Χ. η κύρια διακόσμηση των κορινθιακών αγγείων, των οποίων τα σχήματα είναι μικρού μεγέθους, είναι συνήθως γραμμική και φυτική, χωρίς ιδιαίτερες αξιώσεις. Στις εικονιστικές παραστάσεις των μικρών αγγείων, οι μορφές ανθρώπων και ζώων σχεδιάζονται συχνά με σκιαγραφία. Στις μελανόμορφες σκηνές, το σχέδιο και η χάραξη είναι αρκετά πρόχειρη και αμελής στα μικρά αγγεία. Αντίθετα, στα μεσαίου και μεγάλου μεγέθους αγγεία, όπως οινοχόες-όλπες, αμφορείς τύπου Β ή αμφορείς με λαιμό, κιονωτούς κρατήρες, η ποιότητα του σχεδίου είναι καλή και παρατηρείται ποικιλία θεμάτων (μυθολογικές σκηνές, ιππείς, μάχες, κ.ά.).

Τα σχήματα των κορινθιακών αγγείων της Κορινθιακής περιόδου, που βρίσκουμε στους οικισμούς του μυχού του Θερμαϊκού κόλπου, είναι, ως επί το πλείστον, μικρού μεγέθους, μυροδοχεία και αγγεία πόσης. Συναντάμε, βέβαια, και κιονωτούς κρατήρες με γραπτή διακόσμηση και εμπορικούς αμφορείς τύπου Α. Κυρίως σε τάφους και ιερά, λιγότερο σε οικισμούς, βρίσκονται σφαιρικοί αρύβαλλοι άλλοτε με φυτική διακόσμηση και άλλοτε με παράσταση οπλιτών ή πτηνών, αλάβαστρα, σκύφοι με ακτινωτό μοτίβο στη βάση καλυμμένοι με μελανό υάλωμα, κοτύλες διακοσμημένες είτε με ζώα και μυθικά πλάσματα είτε με γραμμικά και φυτικά μοτίβα, κωνικές οινοχοΐσκες, οινοχόες τριφυλλόστομες με ζωφόρους ζώων, πινάκια, πυξίδες, φιάλες και εξάλειπτρα διαφόρων παραλλαγών.


Μερικά παραδείγματα:
• Στο νεκροταφείο της Σουρωτής κυριαρχούν οι κανονικού και μεγάλου μεγέθους κοτύλες, οι κοτυλίσκες, τα εξάλειπτρα και οι αρύβαλλοι, καθώς και η πυξίδα με κυρτά τοιχώματα και καπάκι, ένα σπάνιο σχετικά κτέρισμα, με στικτούς ρόδακες στην πάνω ζώνη, που χρονολογείται γύρω στα μέσα του 6ου αι. π.Χ. ή λίγο μετά. Κορινθιακά εξάλειπτρα της Ύστερης κορινθιακής περιόδου ΙΙΙ απαντούν τόσο σε ανδρικούς όσο και σε γυναικείους τάφους, σε αντίθεση με τις κοτύλες και τους μελαμβαφείς σκύφους με ακτινωτή διακόσμηση στο κάτω μέρος του σώματος, που απαντούν μόνο στους ανδρικούς.
• Στο ιερό στο Ποσείδι της Χαλκιδικής από τα στρώματα του 6ου αι. π.Χ. και του «στρώματος θυσιών» στην περιοχή του ναού ξεχωρίζει ένας αρκετά μεγάλος αριθμός κορινθιακών αγγείων, κυρίως κωνικές οινοχοΐσκες του μαύρου πολύχρωμου ρυθμού της Πρώιμης και Μέσης κορινθιακής περιόδου. Βρέθηκαν, ακόμη, λίγοι αρύβαλλοι, όπως για παράδειγμα σφαιρικός αρύβαλλος της Ομάδας των Πολεμιστών της Μέσης κορινθιακής περιόδου (μέσα 6ου αι. π.Χ.) και λίγες κορινθιακές κοτυλίσκες, κυρίως της Ύστερης κορινθιακής περιόδου Ι (550–525 π.Χ.). Τέλος, αξιοσημείωτο είναι ένα θραύσμα μελανόμορφου κλειστού αγγείου, πιθανόν κορινθιακής οινοχόης, με δύο Σφίγγες και φυτικό πλοχμό, αποδοσμένα με λευκό, ιώδες και μαύρο χρώμα.
• Στο νεκροταφείο της Θέρμης (Σέδες) στη Θεσσαλονίκη τα εξάλειπτρα αποτελούν την πολυπληθέστερη κατηγορία κορινθιακών αγγείων. Ανιχνεύονται τουλάχιστον 15 διακοσμητικά μοτίβα με παραλλαγές. Ένας τύπος είναι αυτός με ταινιωτή διακόσμηση, πολύ συχνός σε διάφορες περιοχές του μυχού του Θερμαϊκού κόλπου, και όχι μόνο, ο οποίος, όμως, μέχρι στιγμής, έχει δώσει λίγα παραδείγματα από τη Θέρμη, που χρονολογούνται από το τέλος της Ύστερης κορινθιακής Ι περιόδου έως το τέλος του 6ου αι. π.Χ. Μάλιστα, τα εξάλειπτρα αυτά από τη Θέρμη θα πρέπει, με βάση το σχήμα τους, να χρονολογηθούν μάλλον προς το τέλος του αιώνα. Μία παραλλαγή του παραπάνω τύπου, με ταινίες και στιγμές, απαρτίζει την κατηγορία με τα περισσότερα δείγματα από τη Θέρμη. Πρόκειται για ένα πολύ διαδεδομένο διακοσμητικό μοτίβο, που, γενικά, καλύπτει χρονολογικά το β΄ μισό του 6ου αι. π.Χ. Σπανιότερα είναι τα εξάλειπτρα με γλωσσωτό κόσμημα, που τοποθετούνται στο τελευταίο τέταρτο του 6ου π.Χ. ή ίσως και λίγο αργότερα, έως το 480 π.Χ.
• Στον οικισμό στο Καραμπουρνάκι της Θεσσαλονίκης έχουν βρεθεί πολλά όστρακα από κορινθιακά αγγεία, διαφόρων σχημάτων, από όλη την Κορινθιακή περίοδο: χαρακτηριστικά θραύσματα μεσοκορινθιακών κιονωτών κρατήρων και άλλα θραύσματα από μικρού σχήματος αγγεία της Μέσης και Ύστερης κορινθιακής εποχής, όπως κοτύλες, σφαιρικοί αρύβαλλοι, εξάλειπτρα και όλπες, όστρακο κορινθιακής οινοχόης με παράσταση κωμαστή δίπλα σε πίθο, δύο τμήματα κορινθιακού περιρραντηρίου-λουτηρίου με ανάγλυφα ανθέμια και ιωνικό κυμάτιο, αποσπασματικά σωζόμενος μεσοκορινθιακός αμφορέας με ζωφόρο ζώων, κ.ά. Από το νεκροταφείο του οικισμού προέρχονται θραύσμα σώματος κλειστού αγγείου που κοσμείται με λιοντάρι και εγχάρακτους ρόδακες της Μέσης κορινθιακής περιόδου, όστρακα πιθανότατα από οινοχόη με ψηλό λαιμό και κωνικό σώμα της Πρώιμης κορινθιακής περιόδου, τα οποία φέρουν διακόσμηση με οριζόντιες ταινίες και ρόμβους με δικτυωτό κόσμημα, ενώ στο σώμα σχηματίζονται μετόπες με κάθετες γραμμές και ρομβοειδή κοσμήματα, καθώς και πολλά άλλα.
• Στο νεκροταφείο του Αρχοντικού της Πέλλας βρέθηκαν πολλά κορινθιακά αγγεία μέσα στους τάφους ως κτερίσματα. Είναι συνήθως μικρού μεγέθους, όπως κυρίως αλάβαστρα, εξάλειπτρα, αρύβαλλοι, κοτύλες και κοτυλίσκες, τριφυλλόστομες οινοχόες, οινοχόες με πλατύ πυθμένα ή κωνικές της Μέσης και Ύστερης κορινθιακής περιόδου, αμφορίσκοι, κ.ά. (π.χ. αρύβαλλος με επίπεδη βάση και παράσταση Σειρήνας με εγχάρακτες λεπτομέρειες, μέσα 6ου αι. π.Χ., τριφυλλόστομη οινοχόη με επίπεδη βάση, που φέρει ζωφόρο πουλιών και αιλουροειδών, μέσα 6ου αι. π.Χ., ασυνήθιστο μεγάλο κορινθιακό αλάβαστρο με Σειρήνα και υδρόβια πουλιά στην πρώτη ζωφόρο και υδρόβια πουλιά στην δεύτερη, β’ τέταρτο του 6ου αι. π.Χ., κορινθιακή κοτύλη με ζωφόρο τεσσάρων κύκνων, κορινθιακό μελανόμορφο εξάλειπτρο με τρεις διάτρητες πηνιόσχημες λαβές, ανάμεσα στις οποίες παριστάνονται αίγαγροι και υδρόβια πουλιά, κ.ά.). Γενικότερα, στις αρχαϊκές ταφές του νεκροταφείου του Αρχοντικού υπάρχει μεγάλος αριθμός εισαγμένων αγγείων από την Κόρινθο και μικρότερος αριθμός από την Αθήνα.
• Στην αρχαϊκή νεκρόπολη της Βεργίνας βρέθηκαν πολλά μικρού μεγέθους κορινθιακά αγγεία, όπως σφαιρικοί αρύβαλλοι με παραστάσεις κάπρου, κριαριού, χήνας, Σειρήνας, κωμαστών και τετράφυλλου ρόδακα, εξάλειπτρα, μικρός αμφορίσκος, κ.ά.
• Στο νεκροταφείο του οικισμού της Σίνδου επικρατούν ως κτερίσματα στους τάφους κυρίως τα κορινθιακά και τα αττικά αγγεία. Η κορινθιακή κεραμική αντιπροσωπεύεται από εξάλειπτρα διαφόρων τύπων, κοτύλες και κοτυλίσκες, σφαιρικούς και δακτυλιόσχημους αρύβαλλους και αμφορίσκους.
• Από την αρχαία Ποτίδαια προέρχεται αρκετή κορινθιακή κεραμική των αρχαϊκών χρόνων. Από το Μητρώο της Ποτίδαιας, στο οποίο πιστεύεται πως λατρευόταν η Κυβέλη, προέρχεται κορινθιακός σκύφος του α΄ τετάρτου του 6ου αι. π.Χ., με μελανό υάλωμα εσωτερικά και εξωτερικά, εκτός από το κάτω μέρος του σώματος που αφήνεται στο χρώμα του πηλού και κοσμείται με καστανές γραμμές, κορινθιακό εξάλειπτρο του β΄ μισού του 6ου αι. π.Χ., το οποίο φέρει ίχνη καύσης, όπως και τα τμήματα κορινθιακής τριποδικής πυξίδας της Μέσης κορινθιακής περιόδου με παράσταση Σφίγγας και παραπληρωματικούς ρόδακες. Στην ίδια εποχή ανήκει και ο κορινθιακός κιονωτός κρατήρας, του οποίου σώζονται τμήματα από τον ώμο με παράσταση ιππέα και από το πλακίδιο της λαβής, όπου υπάρχει παράσταση γυναικείας κεφαλής, ένας κορινθιακός σφαιρικός αρύβαλλος του β ΄ τετάρτου του 6ου αι. π.Χ. με γραπτό σχηματοποιημένο τετράφυλλο κόσμημα με δικτυωτό μοτίβο, μια λαβή κιονωτού κρατήρα με παράσταση Σφίγγας στην πάνω επιφάνεια του πλακιδίου, ένα όστρακο κορινθιακού σκύφου που εικονίζει πόδια και φτερό σφίγγας με παραπληρωματικό ρόδακα και ανήκει στη Μέση κορινθιακή περίοδο, τρία μικκύλα αγγεία, που παραπέμπουν στο θέμα της ανάθεσης τέτοιων αγγείων σε ιερά: μία κορινθιακή κοτύλη του α’ μισού του 6ου αι. π.Χ. με γραμμική διακόσμηση, ένα κορινθιακό αβαφές άωτο σκυφίδιο και ένα άλλο μελαμβαφές κι αυτό άωτο σκυφίδιο. Ακόμη, ένα κάλυμμα κορινθιακής πυξίδας με γραμμική διακόσμηση, το οποίο ανήκει στην Πρώιμη κορινθιακή περίοδο, ένα όστρακο κορινθιακού σκύφου και ένα πήλινο κορινθιακό αναθηματικό πλακίδιο των αρχών του 6ου αι. π.Χ. με μελανό χρώμα και χάραξη για την απόδοση των ανατομικών λεπτομερειών, που παριστάνει ανδρική μορφή που τρέχει προς τα αριστερά, διακρίνεται τμήμα του αριστερού χεριού και του δεξιού ποδιού της.
• Στις αρχαϊκές ταφές του οικισμού του Αγίου Αθανασίου είναι έντονη η παρουσία των κορινθιακών αγγείων. Κυριαρχεί ο σφαιρικός αρύβαλλος, ο οποίος ήταν απαραίτητος σε κάθε ταφή. Επικρατεί ο τύπος με το τετράφυλλο διακοσμητικό μοτίβο που συνηθίζεται ήδη από το β΄ τέταρτο του 6ου αι. π.Χ. και ο τύπος με το πεντάφυλλο ρόδακα.
• Από το αρχαϊκό νεκροταφείο της Αγίας Παρασκευής προέρχονται κορινθιακά εξάλειπτρα, πολλοί σφαιρικοί αρύβαλλοι χωρίς ή με επίπεδη βάση, οι οποίοι παρουσιάζουν μεγάλη εικονογραφική ποικιλία, κορινθιακές κοτύλες και κοτυλίσκες με ποικίλα διακοσμητικά θέματα και κορινθιακές σφαιρικές με βάση ή κυλινδρικές πυξίδες.