Οικισμοί

Τούμπα Θεσσαλονίκης

Ο οικισμός της Άνω Τούμπας στη Θεσσαλονίκη, εντάσσεται στην περιοχή της αρχαίας Μυγδονίας και βρίσκεται στην απόληξη μιας στενής παραλιακής πεδιάδας στον βορειοανατολικό μυχό του Θερμαϊκού κόλπου, σε μικρή απόσταση από την ακτή. Ο οικισμός περιλαμβάνει την υψηλή κωνική «τούμπα» με πλούσια στρώματα κατοίκησης της Εποχής του Χαλκού, της Εποχής του Σιδήρου και λιγότερα των μεταγενέστερων ιστορικών χρόνων καθώς και την «τράπεζα» γύρω από τον λόφο με πυκνά στρώματα κατοίκησης από την Εποχή του Σιδήρου έως και τα τέλη του 4ου αι. π.Χ. Επίσης, έξω από τα όρια του οικισμού, εντοπίστηκαν κατάλοιπα σποραδικών εγκαταστάσεων διαφόρων εποχών και εκτεταμένο νεκροταφείο με ταφές από τον 8ο έως και τον 3ο αι. π.Χ. Στα κινητά ευρήματα συγκαταλέγονται πολλές κατηγορίες αγγείων, ειδώλια, οικιακά αντικείμενα, κοσμήματα και νομίσματα. Τα περισσότερα από τα αγγεία είναι τοπικής παραγωγής, υπάρχουν, όμως, και εισηγμένα από διάφορες περιοχές του ελλαδικού κόσμου.

 

  • Καραμπουρνάκι
  • Σίνδος-Αγχίαλος
  • Μένδη
  • Μεθώνη
  • Λείβηθρα
  • Κρανιά (Πιερικόν Ηράκλειον)
  • Δρακόντιο
  • Λητή
  • Νέα Καλλικράτεια
  • Τούμπα Θεσσαλονίκης
Ο αρχαίος οικισμός στο Καραμπουρνάκι (στο πρώην στρατόπεδο Κόδρα του δήμου Καλαμαριάς) ανήκε γεωγραφικά στην περιοχή της αρχαίας Μυγδονίας. Εκατέρωθεν του ομώνυμου ακρωτηρίου σχηματίζονται δύο μικρά φυσικά λιμάνια και μέσα στη θάλασσα έχουν εντοπιστεί ίχνη αρχαίου μώλου. Τα κινητά ευρήματα, τα αρχιτεκτονικά και άλλα κατάλοιπα δείχνουν ότι η ζωή του οικισμού ανάγεται τουλάχιστον από την πρώιμη εποχή του Σιδήρου έως και τα ελληνιστικά χρόνια. Μεγάλες ποσότητες κεραμικής έχουν βρεθεί μέσα σε απορριμματικούς λάκκους και σε ημιυπόγειες λαξευτές κατασκευές (υπόσκαπτα). Τα πολυάριθμα αγγεία, τόσο τοπικής παραγωγής από τον ίδιο τον οικισμό και την ευρύτερη περιοχή όσο και εισηγμένα από πολλά σημεία του αρχαίου ελληνικού κόσμου, αποδεικνύουν πως ο οικισμός μέσω του λιμανιού που διέθετε αποτελούσε έναν από τους κύριους σταθμούς των εμπορικών δραστηριοτήτων στον χώρο του Βόρειου Αιγαίου.   Επίσημη Ιστοσελίδα: http://karabournaki.ipet.gr/  Read More
Η διπλή «τράπεζα» της Αγχιάλου βρίσκεται 23 χλμ. δυτικά της Θεσσαλονίκης, κοντά στον Γαλλικό ποταμό και τη σημερινή Σίνδο, και ανήκε στην περιοχή της αρχαίας Μυγδονίας. Κατά την αρχαιότητα η θέση της διπλής «τράπεζας» ήταν δίπλα ή πολύ κοντά στη θάλασσα. Η ζωή του οικισμού θα πρέπει να τοποθετηθεί από τα τέλη του 9ου αι. π.Χ. έως και τα βυζαντινά χρόνια. Τα κινητά ευρήματα από την «τράπεζα» είναι κυρίως όστρακα πήλινων αγγείων, τόσο τοπικής παραγωγής όσο και εισηγμένα από διάφορα κέντρα του ελλαδικού κόσμου, αγνύθες, σφονδύλια, πηνία, χάλκινα μακεδονικά νομίσματα, περιρραντήρια, ειδώλια κ.ά. Η παρουσία ευβοϊκών και «ευβοϊκού τύπου» αγγείων οδήγησε τους ανασκαφείς στην υπόθεση ότι εδώ υπήρχε ένας ευβοϊκός εμπορικός σταθμός (ἐμπόρειον).     Read More
Ο οικισμός της Μένδης (σημ. Καλάνδρα) βρίσκεται στη Χαλκιδική, συγκεκριμένα στη δυτική ακτή της χερσονήσου της Παλλήνης. Η αρχαία Μένδη εντοπίστηκε κοντά στο ακρωτήριο Ποσειδώνιον ή Ποσείδιον, όπου αποκαλύφθηκε ένα Ιερό του Ποσειδώνα. Η περιοχή διατηρεί μέχρι σήμερα την ίδια ονομασία. Ανασκάφηκαν αρχιτεκτονικά κατάλοιπα από οικίες (στον λόφο της Βίγλας), κυρίως, όμως, βρέθηκαν αποθέτες με κεραμική, η οποία χρονολογείται από τον 12ο έως και τον 7ο αι. π. Χ. Οι λάκκοι-αποθέτες αυτοί είναι πολύ σημαντικοί, διότι μας βοηθούν να αποδώσουμε την παλαιότερη εγκατάσταση των αποίκων στη Μένδη κατά τον πρώτο αποικισμό και την προέλευσή τους από την ευρύτερη περιοχή της Ερέτριας. Η ζωή του οικισμού εκτείνεται μέχρι και τον 4ο αι. π.Χ. και παρουσιάζει μεγάλη ακμή στα αρχαϊκά χρόνια, όπως και άλλοι οικισμοί του Θερμαϊκού κόλπου, χάρη στην ξυλεία και τα μεταλλεύματα, που υπήρχαν σε αφθονία στη Χαλκιδική. Η Μένδη ήταν φημισμένη στην αρχαιότητα για την παραγωγή και τη διακίνηση κρασιού σε όλες τις περιοχές του βορειοελλαδικού χώρου. Θραύσματα μενδαίων αμφορέων έχουν βρεθεί σε πολλές περιοχές της Μακεδονίας και του Βόρειου Αιγαίου, γεγονός που αποδεικνύει πως το εμπόριο του μενδαίου οίνου ήταν πολύ διαδεδομένο.   Read More
Η Μεθώνη βρίσκεται στην περιοχή της βόρειας Πιερίας και είναι η τελευταία πόλη στα σύνορα με την Ημαθία και την αρχαία Βοττιαία. Περίοδος ακμής της πόλης υπήρξε η ύστερη γεωμετρική και η αρχαϊκή περίοδος. Η Μεθώνη διέθετε ένα από τα ασφαλέστερα λιμάνια της περιοχής, ενώ η θέση του οικισμού πάνω στον αρχαίο δρόμο με άξονα βορρά–νότο, της εξασφάλιζε ιδιαίτερα ευνοϊκές συνθήκες για επαφές με την ενδοχώρα της Μακεδονίας. Τα ευρήματα του οικισμού αποδεικνύουν πως κατά την ύστερη γεωμετρική και την αρχαϊκή εποχή η Μεθώνη υπήρξε σημαντικό παραγωγικό και διαμετακομιστικό κέντρο, που διατηρούσε επαφές με πολλές περιοχές του αρχαίου κόσμου. Τις διάφορες εργαστηριακές δραστηριότητες μαρτυρούν οι λίθινες μήτρες, οι πήλινες χοάνες για την έκχυση μετάλλων (χρυσού ή χαλκού), τα θραύσματα ελεφαντόδοντων και μία δισκοειδής ελεφαντοστέινη σφραγίδα με παράσταση κενταύρου, τα οποία βρέθηκαν στον οικισμό. Επομένως, στη Μεθώνη παράγονταν αντικείμενα πολυτελείας από ποικίλα υλικά (χρυσό, ασήμι, χαλκό, σίδηρο, ελεφαντόδοντο, οστά ζώων, κέρατα, γυαλί).   Read More
Τα Λείβηθρα βρίσκονται μπροστά στη μεγάλη πτυχή που χωρίζει τον Άνω και Κάτω Όλυμπο. Οι αρχαιότερες ενδείξεις κατοίκησης στην ακρόπολη ανάγονται στον 8ο αι. π.Χ., τα νεκροταφεία όμως σε εκείνη την περιοχή χρονολογούνται τουλάχιστον από τη μυκηναϊκή εποχή. Στην πλαγιά του λόφου της ακρόπολης, αποκαλύφθηκαν δύο μεγάλοι απορριμματικοί λάκκοι των αρχαϊκών χρόνων με πολυάριθμη εισηγμένη κεραμική από άλλες περιοχές καθώς και από τοπικά εργαστήρια της κεντρικής Μακεδονίας. Η θέση του οικισμού αυτού στη δυτική παράκτια ζώνη του Θερμαϊκού κόλπου έδωσε τη δυνατότητα στους κατοίκους να έρθουν σε επαφή με άλλα κέντρα της κεντρικής, νότιας και ανατολικής Ελλάδας. Οι εμπορικές και λατρευτικές σχέσεις των Λειβήθρων με τον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο αποδεικνύονται από την εισηγμένη κεραμική που περιείχαν οι δύο απορριμματικοί λάκκοι. Read More
Τα κατάλοιπα στη θέση Κρανιά (Νέος Παντελεήμων Πιερίας) έχουν σχετιστεί με το αρχαίο Ηράκλειον και το λιμάνι του. Ανασκαφές διενεργήθηκαν με αφορμή την κατασκευή σιδηροδρομικής σήραγγας στους βόρειους πρόποδες του λόφου με το κάστρο του Πλαταμώνα, που ήταν στη αρχαιότητα ακρωτήριο («πλαταμών»). Η παλαιότερη φάση της Κρανιάς ανήκει στην Εποχή του Χαλκού. Στην περίοδο αυτή χρονολογείται ένας μνημειακός περίβολος. Στο β’ μισό του 8ου αι. π.Χ. κτίστηκε ένα μονόχωρο αψιδωτό κτήριο, στο οποίο βρέθηκαν αγγεία διαφόρων χρήσεων, πλιθιά, οστά ζώων και πολλές αχιβάδες. Επίσης ανασκάφηκαν διάφορες υπαίθριες ή ημιυπαίθριες βοηθητικές κατασκευές, ανάμεσά τους και δύο «υπόσκαπτα». Από την Αρχαϊκή εποχή εντοπίστηκαν μόνο τέσσερις ταφές. Στην Κλασική Εποχή ανήκουν δύο κυκλικές κατασκευές (5ος αι. π.Χ.), που σχετίζονται με κεραμικούς τροχούς. Στο ίδιο σημείο βρέθηκαν δύο πηγάδια-αποθέτες και ένας υπόσκαφος χώρος με 54 Μενδαίους αμφορείς. Στον 4ο αι. π.Χ. χρονολογούνται τα κατάλοιπα τεσσάρων κεραμικών κλιβάνων. Η διάρκεια ζωής του οικισμού της Κρανιάς εκτείνεται μέχρι και τη Ρωμαϊκή περίοδο.    Read More
Το Δρακόντιο βρίσκεται 7 χλμ. δυτικά του Λαγκαδά και 3,5 χλμ. βόρεια από τη λίμνη Κορώνεια. Εντοπίστηκαν δύο αρχαίες θέσεις κατοίκησης, μία στον λόφο του Προφήτη Ηλία και μία δεύτερη στον λόφο του Σκοπευτηρίου καθώς και ένα αρχαίο νεκροταφείο, το οποίο βρίσκεται εντός των ορίων του σημερινού χωριού. Η αρχαία θέση αποτελείται από μια «τούμπα» και μια «τράπεζα». Η κατοίκηση του οικισμού πρέπει να ξεκίνησε στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού και φτάνει μέχρι τα ρωμαϊκά χρόνια. Βρέθηκαν τα κατάλοιπα μίας οικίας και πολλά όστρακα αγγείων τόσο τοπικών εργαστηρίων όσο και εισηγμένων. Read More
Η αρχαία Λητή βρίσκεται στα δυτικά της Θεσσαλονίκης, κοντά στη Νέα Αγχίαλο και τη Σίνδο και ανήκε στην περιοχή της αρχαίας Μυγδονίας. Δεν υπάρχουν ακόμα πολλά στοιχεία για τη συγκεκριμένη θέση λόγω της περιορισμένης ανασκαφικής έρευνας και των λιγοστών ιστορικών πηγών που την αναφέρουν. Ωστόσο, εντοπίστηκαν κατάλοιπα του οικισμού των αρχαϊκών χρόνων. Στην περιοχή έχουν βρεθεί επιγραφές, οικοδομικά λείψανα και τάφοι, νομίσματα και κυρίως αγγεία. Η Λητή, όπως αποδεικνύουν κυρίως τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα και η κεραμική, συνεχίζει να κατοικείται στα κλασικά (5ος-4ος αι. π.Χ.) και στα ελληνιστικά χρόνια έως και τον 1ο αι. π.Χ., όταν τα κτήριά της καταστρέφονται και εγκαταλείπονται. Η επόμενη φάση οικοδόμησης χρονολογείται τον 2ο αι. μ.Χ. Ο οικισμός υφίσταται και στα ύστερα ρωμαϊκά χρόνια (3ος-4ος αι. μ.Χ.), ενώ τον 6ο αι. μ.Χ. τα κτήρια εγκαταλείπονται και έχει διαπιστωθεί μόνον εργαστηριακή δραστηριότητα στην περιοχή. Τέλος, στα βυζαντινά (7ος, 11ος αι.) και μεταβυζαντινά (17ος αι.) χρόνια η Λητή ήταν έδρα επισκοπής. Read More
Ο οικισμός της Νέας Καλλικράτειας βρίσκεται στη δυτική πλευρά της Χαλκιδικής στην περιοχή της αρχαίας Κρουσίδος. Ο οικισμός διαθέτει μία «τούμπα» και μία «τράπεζα». Φαίνεται πως η κατοίκηση στον χώρο ξεκίνησε από την «τούμπα» και συνεχίστηκε στην «τράπεζα» μέχρι τα τέλη του 6ου και τις αρχές του 5ου αι. π.Χ. Από την εποχή του Σιδήρου, όμως, και εξής κατοικείται παράλληλα και το απέναντι δυτικό ύψωμα. Οι ανασκαφές έφεραν στο φως ημιυπόγειες λαξευτές κατασκευές (υπόσκαπτα), παρόμοιες με εκείνες που βρέθηκαν στο Καραμπουρνάκι και την Τούμπα Θεσσαλονίκης, στην Κρανιά Πιερίας καθώς και σε άλλες θέσεις της Μακεδονίας (π.χ. Έδεσσα). Η ζωή της αρχαίας πόλης φαίνεται να σταματά, κάπως απότομα, στα μέσα του 4ου αι. π.Χ. Στα ελληνιστικά χρόνια χρονολογούνται λίγοι τάφοι γύρω από την «τράπεζα», ενώ κεραμική ρωμαϊκών χρόνων υποδηλώνει ίσως την ευκαιριακή χρήση του χώρου, και στη συνέχεια η θέση ερημώνεται.   Read More
Ο οικισμός της Άνω Τούμπας στη Θεσσαλονίκη, εντάσσεται στην περιοχή της αρχαίας Μυγδονίας και βρίσκεται στην απόληξη μιας στενής παραλιακής πεδιάδας στον βορειοανατολικό μυχό του Θερμαϊκού κόλπου, σε μικρή απόσταση από την ακτή. Ο οικισμός περιλαμβάνει την υψηλή κωνική «τούμπα» με πλούσια στρώματα κατοίκησης της Εποχής του Χαλκού, της Εποχής του Σιδήρου και λιγότερα των μεταγενέστερων ιστορικών χρόνων καθώς και την «τράπεζα» γύρω από τον λόφο με πυκνά στρώματα κατοίκησης από την Εποχή του Σιδήρου έως και τα τέλη του 4ου αι. π.Χ. Επίσης, έξω από τα όρια του οικισμού, εντοπίστηκαν κατάλοιπα σποραδικών εγκαταστάσεων διαφόρων εποχών και εκτεταμένο νεκροταφείο με ταφές από τον 8ο έως και τον 3ο αι. π.Χ. Στα κινητά ευρήματα συγκαταλέγονται πολλές κατηγορίες αγγείων, ειδώλια, οικιακά αντικείμενα, κοσμήματα και νομίσματα. Τα περισσότερα από τα αγγεία είναι τοπικής παραγωγής, υπάρχουν, όμως, και εισηγμένα από διάφορες περιοχές του ελλαδικού κόσμου.   Read More